πηγή:
Άρης Χατζηστεφάνου
Robocop: ο «μπάτσος» του νεοφιλελευθερισμού
Όταν κυκλοφόρησε, πριν από 30 χρόνια,
χαρακτηρίστηκε σαν ακόμη μια χολιγουντιανή φούσκα.
Φέτος, που ο αμερικανικός
κινηματογράφος ζει στους απελπιστικά ξενέρωτους ρυθμούς τού «La La Land», το
Robocop φαντάζει σαν ένα εγχειρίδιο μαρξιστικής ανάλυσης για τα δεινά που
επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός.
“Οι καλές μπίζνες γίνονται όπου τις βρίσκεις”. Αντιπρόεδρος της OCP.
«Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να
πραγματοποιήσεις μια κλοπή παρά μέσω της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας».
Η φράση θα μπορούσε κάλλιστα να
αποδοθεί στον ΜακΧίθ, από την «Οπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Στην πραγματικότητα είναι ένα από τα
δεκάδες «μηνύματα» που μπορεί να εντοπίσει ένας παρατηρητικός θεατής στην
ταινία «Robocop», του Πολ Βερχόφεν, που φέτος κλείνει τα τριάντα της χρόνια.
Όπως εξηγούσε και ο πανεπιστημιακός
Μίλο Σουίντλερ, αρκετά σημεία από το σενάριο της ταινίας μοιάζουν να έχουν βγει
από τα κείμενα του Ντέιβιντ Χάρβεϊ και άλλων μαρξιστών που άσκησαν την πιο
σκληρή κριτική στον νεοφιλελευθερισμό.
Η υπόθεση διεξάγεται στο
μεταβιομηχανικό Ντιτρόιτ, το οποίο βυθίζεται στην εγκληματικότητα.
Λούμπεν στοιχεία του υποκόσμου, τα
οποία ελέγχονται υπογείως από μεγαλοστελέχη επιχειρηματικών κολοσσών,
λυμαίνονται τις γειτονιές που κάποτε φιλοξενούσαν τους βιομηχανικούς εργάτες.
Το αμερικανικό κράτος αλλά και οι
τοπικοί άρχοντες έχουν ιδιωτικοποιήσει την αστυνόμευση, η οποία πέρασε στον
έλεγχο ενός γιγαντιαίου ιδιωτικού ομίλου -του Omni Consumer Products (OCP).
Οι αστυνομικοί, οι οποίοι από
δημόσιοι υπάλληλοι μετατράπηκαν σε αναλώσιμα στοιχεία της εταιρείας, επιχειρούν
να συνδικαλιστούν απειλώντας την εταιρεία με απεργιακές κινητοποιήσεις.
Απέναντί τους όμως βρίσκουν τους
πρώτους «μπάτσους ρομπότ» OCP, οι οποίοι είναι προγραμματισμένοι να
προστατεύουν τα συμφέροντα της εταιρείας.
Η ιδιωτικοποιημένη αστυνομία
μετατρέπεται σε ένα εργαλείο των βαρόνων του real estate, οι οποίοι ελέγχοντας
ταυτόχρονα και τους εγκληματίες και τους διώκτες τους θέλουν να προχωρήσουν στο
gentrification μεγάλων περιοχών του Ντιτρόιτ.
Οι συνοικίες όπου κάποτε ζούσαν οι
εργάτες πρέπει να εκκενωθούν για να χτιστεί η Delta City -μια Disneyland του
νεοφιλελευθερισμού στα πρότυπα του Ντουμπάι.
O Βερχόφεν καταφέρνει να «κρύψει» τη
σκληρή κριτική του για το νεοφιλελεύθερο αμόκ του Ρόναλντ Ρέιγκαν σε μια ταινία
δράσης και ωμής βίας, στην οποία οι πρωταγωνιστές είναι ταυτόχρονα θύτες αλλά
και θύματα μιας πολυεθνικής εταιρείας.
Οι αστυνομικοί είναι την ίδια στιγμή
όργανα επιβολής της νέας τάξης πραγμάτων, αλλά και απεργοί που απειλούν τα
συμφέροντά της.
Και όλη η ιστορία διαδραματίζεται με
φόντο τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια του Ντιτρόιτ, που μαρτυρούν τη χρηματικοποίηση
της αμερικανικής οικονομίας και την εγκατάλειψη ή τη μετεγκατάσταση της
βιομηχανικής παραγωγής.
Η ταινία εξηγεί με υποδειγματικό
τρόπο το φαινομενικά παράδοξο γεγονός ότι μια εταιρεία αναλαμβάνει τον έλεγχο
μιας μη κερδοφόρας δραστηριότητας του Δημοσίου, όπως η αστυνόμευση.
Τα ίδια τα στελέχη τής OCP εξηγούν
ότι «πάντα ποντάρουν σε αγορές που θεωρούνται μη κερδοφόρες όπως τα νοσοκομεία,
οι φυλακές και η εξερεύνηση του Διαστήματος. Οι καλές μπίζνες γίνονται
εκεί που τις βρίσκεις».
Όπως εξηγούσε δηλαδή και ο Ντέιβιντ
Χάρβεϊ, «πρωταρχικός στόχος (του νεοφιλελευθερισμού) είναι να δημιουργήσει νέα
πεδία συσσώρευσης κεφαλαίου σε τομείς που μέχρι πρότινος δεν ανήκαν στη σφαίρα
της κερδοφορίας».
Το αποτέλεσμα είναι ότι
ιδιωτικοποιώντας μια δημόσια υπηρεσία όπως η αστυνομία, η OCP επιχειρεί να
μετατρέψει τον δημόσιο χώρο σε ιδιωτική περιουσία.
Στα 30 χρόνια που πέρασαν από την
κυκλοφορία της ταινίας οι περισσότερες από τις «προφητείες» του Βερχόφεν
επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η εταιρεία
μισθοφόρων Blackwater, ανέλαβαν αρκετές φορές καθήκοντα αστυνόμευσης, με
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Νέα Ορλεάνη μετά το χτύπημα του τυφώνα
Κατρίνα.
Το Ντιτρόιτ πλήρωσε παραδειγματικά το
νεοφιλελεύθερο πείραμα με τη χρεοκοπία του, ενώ δεκάδες παρηκμασμένες περιοχές
των αμερικανικών μεγαλουπόλεων γνώρισαν τον οδοστρωτήρα τού gentrification.
Τα φτωχότερα στρώματα αναγκάζονταν να
παραδώσουν τις γειτονιές τους σε ορδές από χίπστερ καθώς δεν μπορούσαν πλέον να
πληρώνουν τα δυσθεώρητα ενοίκια που δημιουργούσε η φούσκα της αγοράς ακινήτων.
Άλλες φορές η ζωή τους γινόταν απλώς
αβίωτη μέσα σε θύλακες ακραίας εγκληματικότητας, τους οποίους οι κυβερνήτες των
Πολιτειών και τα γραφεία του real estate μπορούσαν να ελέγχουν, να δημιουργούν
ή να μετακινούν με τη βοήθεια της αστυνομίας.
Αυτό που ίσως δεν μπορούσε να
προβλέψει ο Βερχόφεν και οι σεναριογράφοι του «Robocop» είναι ότι η
πραγματικότητα δεν θα είχε το happy end μιας χολιγουντιανής παραγωγής.
Στην ταινία ο ρομποτο-μπάτσος έχει
ανακτήσει τη μνήμη και τη συνείδησή του και αδειάζει το όπλο του στον απεχθή
επιχειρηματία που κινεί τα νήματα μέσα στην OCP.
Στην πραγματική ζωή όμως ένας τέτοιος
βαρόνος του real estate, που ενηλικιώθηκε επιχειρηματικά στη νεοφιλελεύθερη
Αμερική του ρεϊγκανισμού, εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι ΗΠΑ ουσιαστικά ιδιωτικοποίησαν όχι
μόνο την αστυνόμευση, αλλά ακόμη και την προεδρία της χώρας, προσφέροντας την
εξουσία απευθείας στο ιδιωτικό κεφάλαιο χωρίς τις ενοχλητικές διαμεσολαβήσεις
του πολιτικού κατεστημένου.
Ίσως γιατί οι ταξικοί πόλεμοι, που με
τόση μαεστρία περιέγραψε ο Βερχόφεν, δεν κερδήθηκαν ποτέ από μοναχικούς
Robocop.
===================================================================================