Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Όταν οι άλλοι κάνουν παρέλαση σαν γατιά έξω από την πόρτα του γαλατά (ΔΝΤ),εμείς βγαίνουμε στα κεραμίδια.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

"ΕΦΥΓΕ" Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ-"ΑΥΓΗ" (ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ) , ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΤΟ "ΕΜΠΡΟΣ"

..................................................................................
Ήσουν απ' τους λίγους που διάβαζα.
Στην εποχή μας που λίγα γραφτά με συγκινούν και τους
περισσότερους που "γράφουν" τους έχω απορρίψει,
πάντα σε περίμενα να γράψεις κάτι, είτε στην "Αυγή" είτε στο
τοπικό "Εμπρός" για να σε διαβάσω.
Ήσουν καθαρός, δεν πάτησες

ούτε μπέρδεψες ποτέ τα ιδεολογικά και
πνευματικά σου κορδόνια να πέσεις κάτω.

Υποκλίνομαι.

Καλό Ταξίδι ........


Κεραμιδόγατος ο μαντουμανταδόρος.(Β.Π).
.....................................................................................

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΑΥΓΗ" - 19/5/2011

"Παιδιά, φεύγω, θα σας στέλνω κομμάτια από την Κάτω Ιταλία" μας έλεγε πριν μερικές ημέρες ο Βασίλης Πλάτανος. Τον είδαμε αδυνατισμένο, καταπονημένο, αλλά υποθέσαμε ότι ο ιδιότυπος βίος και το βάρος των χρόνων άρχισαν να αφήνουν τα σημάδια τους.

Αεικίνητος και χαμογελαστός, με την άσπρη γενειάδα και το ανήσυχο βλέμμα, λίγο πιο θαμπό αυτή τη φορά, μας αποχαιρέτησε. Ούτε εκείνος γνώριζε τότε ότι ο καρκίνος τον είχε στοχεύσει. Πριν από περίπου δυο μήνες μάς έφερε το πεσκέσι του, τα "Μαχαιροθαλασσόκρινα", την καινούρια του ποιητική συλλογή. "....Σαν αποθάνω θάψτε με/ σε έρημο αμμογιάλι/ μαυρομάνικο μαχαίρι/ να έχω προσκεφάλι" έγραφε. Ήταν η τελευταία. Πριν από μία εβδομάδα διαγνώστηκε η επάρατος στο στομάχι και χθες άφησε την τελευταία του πνοή στο Ευγενίδειο, στη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης. Αγαπητός συνάδελφος στην "Αυγή", βετεράνος της δημοσιογραφίας, λογοτέχνης και ερευνητής του λαϊκού μας πολιτισμού, ο Βασίλης Πλάτανος πέθανε στα 77 του χρόνια. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 4 μ.μ. στο Κοιμητήριο της Καλλιθέας.
Ο Βασίλης Πλάτανος γεννήθηκε το 1934 στην Άντισσα Λέσβου. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε. Αντίθετα τελείωσε τη Σχολή Θεάτρου του Πέλλου Κατσέλη και εν τέλει τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Ωστόσο η μεγάλη του αγάπη παρέμεινε μέχρι το τέλος η λογοτεχνία και η λαογραφία. Ανήσυχος άνθρωπος, ευαίσθητος, δούλεψε σε ψαροκάικα και απόκτησε ναυτικό φυλλάδιο στα νεανικά του χρόνια, τότε ήταν που εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Από τότε άρχισε να γράφει ποίηση και πεζογραφία και στη συνέχεια να ερευνά και να γράφει για τις λαϊκές τέχνες, τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη. Η αγάπη του για τη θάλασσα και τα ταξίδια, βαθιά. Περνούσε τον χρόνο του στη βάρκα του, ταξίδευε στον κόσμο.
Άρχισε να δημοσιογραφεί από τη Μυτιλήνη το 1950 και συνέχισε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστικός συντάκτης στις εφημερίδες «Αυγή»,


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Β.ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΣΤΗΝ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΕΜΠΡΟΣ"
ΠΗΓΗ: emprosΝΕΤ

«Νίκη», «Νέα», «Μεσημβρινή», «Εξόρμηση», «Ελευθεροτυπία», «Ριζοσπάστης», ενώ συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά. Για ένα διάστημα υπήρξε αρχισυντάκτης στην ΕΡΑ Αιγαίου. Η πολυσχιδής προσωπικότητα και οι δραστηριότητες τον έφεραν στους κόλπους ποικίλων οργανισμών. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Δημοσιογράφων, του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, της χορωδίας Μυτιλήνης, του Etudes Tsiganes στο Παρίσι, της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, του ιδρύματος Σοσιαλιστικών Ερευνών «Σταύρος Καλλέργης». Για τη λαογραφική και λογοτεχνική του δραστηριότητα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο του "Ελληνικά Λαϊκά Πανηγύρια". Συνεργάστηκε με την εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, την ΕΡΤ, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Έγραψε ποίηση και πεζογραφία, λαογραφικά και βιβλία για την αισθητική. Ανάμεσα στα βιβλία του συγκαταλέγονται η συλλογή διηγημάτων «Τρανές λειτουργιές» και τα «Εξοχή Ελληνική», "Εν πλω", «Διάψαλμα», "Προσκυνητάρι της Αίγινας", «Ήριννα».
 ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ
ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΜΙΛΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗ

....................................................................................
Αναδημοσίευση από την "ΑΥΓΗ"-( 22/05/2011 )

Βασίλης Πλάτανος: Ο αέρινος

Τον θυμάμαι που ερχόταν στην εφημερίδα, μια - δυο φορές τη βδομάδα, με το κομμάτι στο χέρι. Δεν συμμετείχε στις συζητήσεις μας, κρατιόταν μακριά, σαν αερικό. Ανοιγόταν περισσότερο στον Σοφιανό Χρυσοστομίδη και τον Θόδωρο Μιχόπουλο και λιγότερο σε μένα και τους άλλους. Τα κείμενά του αφορούσαν αποκλειστικά τον λαϊκό πολιτισμό.
Ο Βασίλης Πλάτανος έγραφε για πανηγύρια και δημοτικά τραγούδια, για τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας, για τους θρύλους που κυλάνε στα νερά του κάθε ποταμού, τις νεράιδες που χορεύουν σε κάθε ραχούλα, για την χαρά και τη λύπη που, κάποτε, οι αγροτικές κοινωνίες της μοιράζονταν με αλληλεγγύη και απέραντα ευγενική κοινοκτημοσύνη. Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι πολιτισμοί της επαρχίας και των αγροτών είχαν απαξιωθεί από τη χουντική χυδαιότητα, οι περισσότεροι απαρνιόμασταν ότι ήρθαμε στις πόλεις από τα βουνά και τα λαγκάδια, ψάχναμε το νέο μας πρόσωπο στον καημό του αστικού ρεμπέτικου. Ο Πλάτανος μας υπενθύμιζε την αυθεντικότητα και την καταγωγή των πρώτων ακουσμάτων μας, τα κείμενά του ανακαλούσαν το ρίγος του παραμυθιού που ακούσαμε από την αγρότισσα γιαγιά και τον αγρότη παππού.
Δεν ξέρω αν εκείνα τα χρόνια είχαμε συνείδηση της αξίας των γραπτών του Βασίλη Πλάτανου. Νομίζω πως λειτουργούσαν υπόγεια και αθόρυβα, ακριβώς όπως αθόρυβος και διακριτικός ήταν ο ίδιος. Τον θυμόμαστε πάντα ολόλευκο και αέρινο, να μας διδάσκει να αγαπούμε τις ακριβές καταγωγές μας, να τις μαθαίνουμε από την αρχή, να ανακαλύπτουμε τη γόνιμη, απαλλαγμένη από πατριδοκαπηλείες και σοβινισμούς, πλευρά τους.
Γιʼ αυτήν τη γνώση που μας χάρισε, οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας θα τον θυμόμαστε και θα του χρωστάμε.

Γ. Μπράμος

...................................................................................

Το τελευταίο κείμενο που έστειλε 
ο Βασίλης Πλάτανος στο “ΕΜΠΡΟΣ”

Άνοιξη στην “Αιολίδα”



Αεράκι θλιμμένο και περίλυπο στην Αιολίδα, από τ’ Άπαστρα ως τα Λάψαρνα, κι από τη Βίγλα ως τ’ Ανεμοβούνι, κι ανάμεσα στα ροδοπέταλα και στα θαλασσόκρινα κείται ο σκοτωμένος Ιησούς.
Κι η Άνοιξη, με το φως και τη ζωή, με μπρο­στάρηδες το Χριστό και τον Ορφέα, φέρνουνε στην γαλαζόλευκη Αιολίδα τον έρωτα, τις λαμπρογιορτές, τα πανηγύρια, τις κούνιες, τα λαμπροαρραβωνιάσματα, τη χαρά στα πρόσωπα και την ευτυχία.
Σκληρό και δυνατό κρότο ακούσαμε στο λιθό­στρωτο, στη Χριστοεκκλησοσπηλιά, “γκραπ-γκρουπ”, ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη, κι όλοι γυρίσαμε στην πόρτα ορθάνοιχτη, μ’ ένα φως βυζαντινό που ‘πεφτε από το λιοβασίλεμα, καθώς τον είδαμε να στέκεται αρχαγγέλινος με την κορμάρα και τα δεκανίκια του, ξεφωνήσαμε με μια κραυγή: “Α!, ο Λευτέρης”.
Αντάρτης τρία χρόνια στο βουνό, κάποιο φασι­στικό οπλοπολυβόλο τόνε γάζωσε και του ‘κοψε τα ποδάρια. Με “ακροτομία”, κούτσα-κούτσα, κατέβηκε από το Γαβαθά, περπάτησε όλο το μακρύ κατάγιαλο κι έφτασε στη σπηλιοεκκλησιά ν’ ακούσει την καλλίφωνη μάνα του Μαγδαληνή να μοιρολογά τον Ιησού. Μόλις τον είδε ο παπάς, για καλωσόρισμα, πήρε το θυμιατήρι και τόνε θύμιασε. “Παπά Καρδά­ρα, άσε τα θυμιατίσματα, γιατί θα σε θυμιατίσω κι εγώ με τις πατερίτσες μου”, του ‘πε γελαστά ο Λευτέρης.


Γαβαθάς εβραϊκά, δεν είναι ο λιθόστρωτος τό­πος στ’ αντισσιώτικα θαλασσοτόπια, που έστησε ο Πιλάτος το Χριστό για να τον κρίνουν οι Ιουδαίοι.
Αυτός είναι στα Γερασόλυμα. Στη Λέσβο το νησάκι κοντά είναι σα γαβάθα-πινάκα ξύλινη, που ροφάμε τον τραχανά και τρώμε τα διάφορα φαγητά. Από τη “γαβάθα” η στεριά έγινε “Γαβαθάς”, όμως δεν έχει να κάνει με το μαρτύρι στο Χριστό.
Έβγαλε ο παπάς τον Σταυρωμένο και τον έμπη­ξε στον πέτρινο Γολγοθά, στη μέση στην εκκλησιά, να τόνε προσκυνήσουμε. Γίνεται κι η “Αποκαθήλωση”. Κατέβηκε το ιερό και θείο σώμα από το Σταυ­ρό. Οι μαυροφορεμένες, με μαύρα κεφαλομάντηλα, ε πεσμένες καταγής, βουβά θρηνούνε το σκοτωμένο Ιησού ανάμεσα στα τριαντάφυλλα και στις βιόλες. Τα ματωμένα χεροπόδαρά του είναι χλιαρά ακόμα. Οι Μυροφόρες γυναίκες θρηνούνε το Ναζωραίο: “Ω, φως των οφθαλμών μου!”. “Μάτια και φως μου!” Τον μοιρολογά κι η Μαγδαληνή, η μάνα του Λευτέρη, η γνήσια, η τρυφερότατη φωνή από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση:



“Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή
οι άνομοι Οβραίοι,
να θανατώσουν το Χριστό,
...............
Τον άγιο λόγο λέγει:
- Που σου ‘χα κούνιες αργυρές,
φασκιές μαλαματένιες,
όπου σε νανουρίζανε
οι δώδεκα παρθένες,
που σου ‘χα χρυσοστέφανο,
σου βάλανε αγκάθι,
που σου ‘χα ασημοζώναρο,
σου βάλανε βατάρι
Πού ‘ναι γκρεμνός να γκρεμνιστώ,
φωτιά να πάγω να πέσω;
πού ‘ναι πηγάδι να πνιγώ
για τον μονογενή μου;”


Τον Λευτέρη ακλουθούσε ο αδερφός του Πέτρος τ’ ανταρτόπουλο. Του ‘βαζε η μάνα του Μαγδαληνή φαγί στην καστάνια, κουκιά, ρεβύθια, φακές, και τα πάγαινε στον αδερφό του στο βουνό. Αν δεν τον έβρισκε τ’ άφηνε σε σπηλιά, κρυφή, και το ‘παιρνε. Στο τέλος ο Πετράκος, για να μην ανεβαίνει στον Αϊτό για το φαγί στον αδερφό του, έγινε ανταρτόπουλο. Κι όταν ακλούθησε το Λευτέρη στο Γαβαθά, πήρε μιαν ελίτσα φυτώριο και τη φύτεψε σε μια βράχινη γούβα έξω από το Χριστό. Μάζεψε με τις φούχτες του κοκκινόχωμα και τη φύτεψε. Είπε ο Λευτέρης στον Πετράκο, “μη μ’ ακολούθας, γιατί θα μ’ απαρνηστείς πως είμαστε αδέρφια στο βουνό, όταν θα λαλήσει ο πετεινός”. Ο Πετράκος έπεσε σε σκέψη και τον ακλούθησε.
Μάθανε οι “μπουραντάδες”, οι κυνηγοδημοκράτες τα φασιστόμουτρα, μ’ αρχηγό τους τον αιματοβόρο-αιματόδιψο μανιάτικο τσακαλόλυκο Βουδοκλάρη -όνομα και πράμα- χτύπαγε τον βούρδουλα στις πέ­τσινες μπότες από τη φασιστική του λύσσα, τη μανιασμένη ορμή ενάντια στους δημοκράτες, κι ήρ­θανε στο Γαβαθά να μαζέψουνε τους συντρόφους του Λευτέρη στο βουνό και να τους στείλουνε για βασανιστήρια στον Κρανίου Τόπο, στα Γιούρα. Κι όταν είδανε την ελίτσα μπροστά στο ξωκκλήσι, ρωτήσανε ποιος τη φύτεψε. Κι η Ρηνούλα, η μικρή Ειρήνη που σημαίνει Γερουσαλήμ και Γερουσαλήμ Ειρήνη, από αγαθότητα κι ευσέβεια, είπε πως τη γούβιασε ένα ανταρτόπουλο, για να φέρει ειρήνη και γαλήνη σ’ όλους μας, χωρίς να ξέρει πως οι μπουραντάδες θα του κάνανε κακό. Κι όταν κάποιος τον υποψιάστηκε και τόνε ρώτησε αν ήτανε στο βουνό με το Λευτέρη και φύτεψε την ελίτσα, ο ΙΙετράκος αρνήθηκε σφόδρα.
Και τότε, απέναντι, από τ’ αμπέλι που έχει ο Γιορντάνης με το κοτέτσι του, ξεπετάχτηκε ο κόκο­ρας και κακάρισε δυνατά. Ο Πετράκος θυμήθηκε το λόγο που του ‘πε ο Λευτέρης, έγειρε στον ξερόβραχο κι έκλαιγε πικρά. Πάνω στην ώρα κατέβηκε κι η πανέμορφη Λεμονίτσα από τ’ Ανεμοβούνι, με ανθισμένους αγάπανθους κι ασφόδιλους πένθους στην αγκαλιά της, να μοιρολογήσει τον Ιησού. Και σαν είδε τον Πετράκο να κλαίει πικρά, του χάιδεψε τα μαλλιά. Η Ρηνούλα της είπε πως τον κυνηγάνε με μανία οι μπουραντάδες, κι η Λεμο­νιά, αφού απόθεσε τα λουλούδια και θρήνησε λίγο το Χριστό, τον πήρε στ’ Ανεμοβούνι, στη στάνη της, βοσκόπουλο.
Το Μεγάλο Σάββατο τη νύχτα κατέβηκε η Λεμονιά στο σπηλιοξωκκλήσι και πήρε τ’ αναστάσιμο άγιο φως. Το ‘φερε στη στάνη κι άναψε τη λαμπάδα που βα­στούσε ο Πετράκος. Χαράς ευαγγέλια. Με τη φλόγα σταυρώσανε τα ζωντανά, κατσικοπρόβατα, τη μάντρα, τα παχνιά, τις ταγίστρες, ψάλανε “Χριστός Ανέστη”, φιληθήκανε σταυρωτά, αδερφικά.
Τη Λαμπρή πρωί, αφού ξεσκουμπιστήκανε τα κοπρόσκυλα, οι μπουραντάδες, κατέβηκε ο Πετράκος στο Χριστό με σκοινιά και παχνιά-ταγίστρες από τη στάνη κι έφτιαξε κούνιες, κρεμασμένες στην ανθισμένη μεγάλη βαλανιδιά. Τις στόλισε με αγριολούλουδα, παπαρούνες, μαργαρίτες, θαλασσόκρινα από το κατάγιαλο και πολύ πάθος, οίστρο γιορτινό. Χτύπησε την καμπανούλα στο ξωκκλήσι και με την μπουρού-κοχύλα φύσηξε δυνατά, για ν’ ακούσουν οι κοπελιές και τα παληκάρια να ‘ρθουνε στα Λαμπρόγιορτα, στα Λαμπροπανηγύρια. Με χαρούμενες φωνές και σφυρίγματα γεμίσανε στο Γαβαθιανό Χριστό, το πρόκλιτο, και στα καταπράσινα αρμυρίκια στρωθήκανε υφαντές πάνες με λουκουμάδες, τηγανίτες, πασπαλάδες, κλωστρά, κρασί, ανάμεσα σε λουλούδια και κρασοπότηρα. Το λαμπρό πανηγύρι ξεφάντωσε σαν οι λαχταριστές, κοκκινορόδινες, κι αφράτες παρθένες στολισμένες με τα γιορτινά τους ανε­βαίνουνε στις κούνιες, κι όλοι τραγουδάνε:





“Πάνω στην κούνια κάθονται
τέσσερα μαύρα μάτια,
τέσσερα χείλια κόκκινα
και δυο κορμιά δροσάτα.
(για ζευγάρια)
Κουνήσετε τις όμορφες,
κουνήσετε τις άσπρες,
κουνήσετε τις λεμονιές
με τον ανθό γεμάτες.

Πάνω στην κούνια κάτσανε
τέσσερα μαύρα μάτια,
τέσσερα χείλια κόκκινα
και δυο λιγνά κορμάκια.
Χριστός Ανέστη μάτια μου,
έλα να φιληθούμε,
και τις παλιές αγάπες μας
να ξαναθυμηθούμε.

Χριστός Ανέστη μάτια μου,
έλα να φιληθούμε,
κι αν σου αρέσει το φιλί,
έλα ν’ αρρβωνιαστούμε.

Χρίστος Ανέστη μάτια μου,
χάρηκαν οι γι’ αγγέλοι,
και μεις που ανταμώσαμε
οι πολυαγαπημένοι.

Το γυαλί το λεν κρουστάλλι,
βγήτε σεις να μπούνε κι άλλοι.

Άσπρες διόλες και κνικάτες,
βγείτε σεις να μπούνε κι άλλες.”


Έγινε αλλαγή στις κούνιες, ανεβήκανε άλλα ζευγάρια, κι άξαφνα ήρθε ο Ματζαράνας, με το τύμπανό του και τους παιχνιδιάτορες. Τον Βασλάρα Ασανιά με το σαντούρι του, τον Ορφέα από τα Ορφήκια με την κοχυλολύρα του. Και φούντωσε το Λαμπροπανηγύρι με τους Καλλονιάτες να τραγουδάνε:

“Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά,
στ’ αγιού Γιωργιού το δώμα,
να κόψω δυο γαρύφαλα
να πλέξω φρουκαλιούδα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα,
ν’ αράζουν τα καΐκια.
Ένα καΐκι άραξε
στου βασιλιά την πόρτα,
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε,
μον τρεις βασιλοπούλες.
Η μια κεντά τον ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι,
η τρίτη η μικρότερη
κεντά τον άγιο Γιάννη.
- Κεντά το, κόρη μ’, κέντα το,
τ’ αρρβουνιασκού σ’ μαντήλι,
να το γεμίσεις ζάχαρη,
να στείλεις στ’ αργαστήρι,
κι απ’ τ’ αργαστήρι στο σκολειό,
κι απ’ το σκολειό στο σπίτι
κι αν ειν’ η πόρτα σφαλιχτή,
ριξ’ το απ’ το παναθύρι.”

“Το φλουρί το λεν ατσάλι,
έβγα συ, να μπει κι η άλλη”.


Κι οι πανηγυριστές από την Πέτρα, που ανεβήκανε στις κούνιες, αποσώσανε:

“Μέσα στην κούνια έκατσες,
σαν την περιπλοκάδα,
και περιπλέκεις τα βουνά
και βγάζουν πρασινάδα.

Με τίμησες πουλάκι μου,
διπλά να σε τιμήσω,
να βγάλω από την τσέπη μου
μήλα να σου χαρίσω.

Τραγούδια και παινέματα,
ξέρω κι εγώ καμπόσα,
μα δε μ’ αφήνει να τα πω
η ταπεινή μου γλώσσα.”


Οι Πλωμαρίτες με το δικό τους μακρόσυρτο σκοπό:

“Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι,
καρδιές παρηγορούνε,
σαν τους νεκρούς που καρτερούν
Ανάσταση να δούνε.

Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι,
τα λεν οι παθημένοι,
τα λεν και βγαίνει ο καπνός,
μα φλόγα μέσα μένει.

Για δες λουλούδια που θωρώ
‘πο βάγιες ανθισμένες,
όσες θωρούν τα μάτια μου,
είναι ζωγραφισμένες.

Δεν ήξερα και ρώτησα,
πού ‘ναι γι απάνω βρύση,
πο ‘χει κορίτσια όμορφα,
ο κόσμος ν’ απορήσει.

Νύχτα ‘ναι και ξημερώνει,
κι η αυγή τα φανερώνει.

Οι Πολιχνιάτες που ήρθανε στο Γαβαθά με το πλεούμενό τους, στις κούνιες τραγουδήσανε:


“Έχεις μαλλιά σα σέλινα
στις πλάτες σου ριγμένα,
κι όποιος γυρίσει και τα δει
τρελαίνεται για σένα.

Ρίξε τα μαλλιά σου πίσω
να σε δω να σ’ αγαπήσω.

Ρίξε τα μαλλιά σου πρίμα
σαν τον διάκο μες στο βήμα.

Τα μαλλιά σου τα πλεγμένα
περιπλέξανε και μένα.”

Τα μάτια κοιταζότανε μεταξύ τους σταθερά κι ακίνητα, χωρίς να βλέπουνε πουθενά αλλού. Με­ρικά βουρκώσαν από πάθος και συγκίνηση. Ανοίξαν οι αγκαλιές και φιληθήκανε στόμα με στόμα, χείλια με χείλια. Αρραβωνιαστήκανε.
Στα ξεβγάλματα ο φίλος μου Ευαγγελιστής Ιωάννης μου ‘πε, ο Λιθόστρωτος μαρτυρικός Γαβαθάς είναι στα Γεροσόλυμα (κεφ. ιθ΄, 12). Στην Αιολίδα είναι τόπος για Λαμπροπανηγύρια και Λαμπροαρραβωνιάσματα.


Βασίλης Πλάτανος


============================================

ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ 
ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΦΙΛΟ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ.



=============================================================================
Κεραμιδόγατος 
ο μαντουμανταδόρος-(Β.Π)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου