Όταν
το Τείχος έπεσε στις 9 Νοεμβρίου και ο Έριχ Χόνεκερ κατέφυγε λίγο αργότερα στη
Σοβιετική Ένωση, έμειναν στα κρύα του λουτρού όχι μόνον 17 εκατομμύρια
Γερμανοί, αλλά και χιλιάδες λυκόσκυλα.
Είναι
αλήθεια ότι στη δεύτερη περίπτωση έλειπε η άμεση σχέση ανάμεσα σε αφέντη και
σκύλο. Ο Χόνεκερ δεν γνώριζε προσωπικά τα τόσα και τόσα πιστά τετράποδα που
υπηρετούσαν στο Τείχος. Άλλωστε, δεν φρουρούσαν το σπίτι του στο Βάντλιτς, αλλά
το γύρω κράτος. Ωστόσο, η ιστορική τομή της 9ης Νοεμβρίου έπληξε πρώτα αυτά τα
βαθιά συνδεμένα με τους Γερμανούς ζώα. Με την πτώση του Τείχους, έχασαν από τη
μία μέρα στην άλλη όχι μόνο τους γκριζοφορεμένους ανωτέρους τους, που ξαφνικά
δεν ήθελαν πια ούτε να τα ξέρουν, αλλά και το σπίτι τους, στις μάντρες για
σκυλιά που υπήρχαν κοντά στο Τείχος. Η τύχη των ορφανεμένων σκυλιών συγκίνησε
βαθιά τους Γερμανούς και από τις δύο πλευρές του Τείχους. (…)
(…)
Η είδηση ότι χιλιάδες γερμανικά λυκόσκυλα είχαν μείνει αδέσποτα τη νύχτα της
9ης προς 10η Νοεμβρίου, απλώθηκε σαν πυρκαγιά. Στη συλλογική φαντασία των
Βερολινέζων, τα εγκαταλειμμένα, απελπισμένα σκυλιά στις μεθοριακές
εγκαταστάσεις ούρλιαζαν τη νύχτα το φεγγάρι, τον μόνο εργοδότη που τους είχε
απομείνει. Ο κόσμος ήταν επίσης έτοιμος να δει τα άστεγα ζώα, σε άγρια
μπουλούκια, να αλωνίζουν τον δυτικό τομέα της πόλης, που ξαφνικά είχε γίνει
προσιτός.
Τίποτα
από όλα αυτά δεν συνέβη. Αμέσως μετά το άνοιγμα του Τείχους, η δυτικογερμανική
Εταιρεία Προστασίας των Ζώων άρχισε διαπραγματεύσεις με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας
της ΓΛΔ. Έπειτα από μακρές και κρίσιμες συνομιλίες, η δυτικογερμανική Εταιρεία
Προστασίας των Ζώων ανακοίνωσε, στις 18 Ιανουαρίου 1990, ότι μέσα σε οκτώ
βδομάδες 2.500 σκυλιά του Τείχους θα μετανάστευαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία
της Γερμανίας. Από εκείνη τη στιγμή, το τηλέφωνο της Εταιρείας Προστασίας των
Ζώων δεν έπαψε να χτυπάει. Εκατοντάδες συμπονετικοί μαγκούφηδες, δεκάδες
πολύτεκνες οικογένειες, εκδήλωσαν αυθόρμητα την προθυμία τους να δεχτούν τα
σκυλιά. Αλλά μια σκιά έπεσε πάνω σ' αυτά τα αυθόρμητα σημάδια βαθιών ιστορικών
δεσμών. Τα σκυλιά του Τείχους έγιναν αφορμή μιας υποδειγματικής διαμάχης
ανάμεσα σε δυτικογερμανούς και ανατολικογερμανούς ειδικούς -μιας διαμάχης που
χαρακτηριζόταν από τόση οξύτητα, ώστε δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τη διένεξη
των ιστορικών.
Η
αναγγελία της μεταφοράς των λυκόσκυλων προκάλεσε θύελλα αγανάκτησης στο
δυτικογερμανικό Σύνδεσμο Φίλων του Λυκόσκυλου (ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται
με την Εταιρεία Προστασίας των Ζώων, αρμόδια για κάθε είδους ζώα). Ο Σύνδεσμος
κατηγόρησε την Εταιρεία για άγνοια και επιπολαιότητα. Τα μεθοριακά σκυλιά,
αποφάνθηκε ο δυτικογερμανικός Σύνδεσμος Φίλων του Λυκόσκυλου, ήταν άκρως
“επικίνδυνα” για τους άπειρους φιλόζωους. Τα σκυλιά είχαν διατηρηθεί “χωρίς
κοινωνικές επαφές με ανθρώπους”, με προϊούσα ηλικία ήταν “δύσκολη η ενσωμάτωσή
τους σε οικογένειες” και ήταν “πρακτικά αδύνατη η αναπαιδαγώγησή τους για
συνηθισμένες, καθημερινές ανάγκες”. Ήταν πολύ προτιμότερο για τα “έντονα
βεβαρυμένα” σκυλιά να μείνουν “απέναντι”. (…)
(…)
Αυτοί οι ισχυρισμοί πλήγωσαν κατάκαρδα τους πολίτες της ΓΛΔ και ένωσαν, ίσως
για πρώτη φορά, φίλους και εχθρούς των σκύλων. Οι εμπειρογνώμονες, στα ανατολικογερμανικά
άσυλα αδέσποτων ζώων, μίλησαν για άνευ προηγουμένου δημαγωγική εκστρατεία, που
θύμιζε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Από δύο, όλα κι όλα, κρούσματα παθολογικά
δαγκωνιάρικων σκυλιών, που χρειάστηκε πράγματι να θανατωθούν, ο δυτικός
σκανδαλοθηρικός Τύπος έκανε 1.000 περιπτώσεις -για ευνόητους λόγους. Αν
εισέδυαν ξαφνικά στην αγορά 2.500 ανατολικογερμανικά σκυλιά -που κόστιζαν
περίπου 300 ανατολικά μάρκα το καθένα- θα ήταν επόμενο να πέσουν οι τιμές. Για
να μην πέσουν οι τιμές των δυτικογερμανικών σκυλιών, συκοφαντούνταν συστηματικά
οι ομόφυλοί τους από την Ανατολική Γερμανία. Στην πραγματικότητα, τα σκυλιά του
Τείχους δεν υπήρξαν ποτέ θύτες, απεναντίας ήταν αξιολύπητα “θύματα του
σταλινισμού” και χρειάζονταν φροντίδα και κατανόηση. (…)
(…)
Στο μεταξύ, τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει. Σχεδόν όλα τα σκυλιά του Τείχους βρήκαν
κατάλληλους αποδέκτες και σπάνια πια ακούγονται παράπονα για προβλήματα
ενσωμάτωσης.
Μερικά
από τα σκυλιά που μετοίκησαν στη Δυτική Γερμανία και που αρχικά αντιδρούσαν
στις ποικίλες κονσερβαρισμένες σκυλοτροφές με ζαρωμένη μουσούδα ή και με
διάρροια, κατόρθωσαν στο μεταξύ να προσαρμοστούν. Τα περισσότερα έχουν
υπερνικήσει στο μεταξύ και τον φόβο τους για τα ασανσέρ και τις κυλιόμενες
σκάλες. Επίσης, έχουν αποβάλει τον φόβο τους για είδη σκυλιών που δεν τα είχαν
μυρίσει ποτέ πριν και δεν το βάζουν πια στα πόδια, όταν πλησιάζει ένα κανίς με
πλεχτό σκουφάκι και δερμάτινο παλτουδάκι. Σχεδόν όλα δείχνουν έφεση για μάθηση
και μάλιστα καταλαβαίνουν πια διαταγές που δεν εκφέρονται στη σαξονική
διάλεκτο.
Μόνον
όταν κάνουν περίπατο με τα καινούργια, δυτικά αφεντικά τους στην πρώην περιοχή
του Τείχους, κωφεύουν ξαφνικά σε κάθε κάλεσμα και εκτελούν, χωρίς να
παρεκκλίνουν προς τα αριστερά ή τα δεξιά, μια προγραμματισμένη διαδρομή. Το
Τείχος στο κέντρο της πόλης έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, έτσι ώστε
ακόμα και βέροι Βερολινέζοι δεν είναι πια σε θέση να πουν με ακρίβεια πού
υψωνόταν άλλοτε. Μόνο τα σκυλιά του Τείχους κινούνται με απόλυτη σιγουριά, σαν
να τα συγκρατεί ένα αόρατο λουρί, πάνω στην παλιά μεθοριακή γραμμή, που, όπως
είναι γνωστό, δεν ήταν ποτέ ευθεία, αλλά διέσχιζε την πόλη κάνοντας ένα άγριο
ζιγκ-ζαγκ -σαν να ψάχνουν για κάτι ή και σαν να νοσταλγούν κάτι.
====================================================================
Το Τείχος του Βερολίνου, που χώριζε την πόλη σε 2 τομείς, τον ανατολικό και τον δυτικό, έπεσε στις 9 Νοεμβρίου 1989, συμπαρασύροντας σαν χιονοστιβάδα και τον τότε «υπαρκτό σοσιαλισμό». Εχουν γραφτεί πολλά για τις επιπτώσεις εκείνου του γεγονότος στην Ιστορία της Ευρώπης και του κόσμου. Για τις επιπτώσεις του στα περίπου 5.000 «σκυλιά του Τείχους», που μαζί με τους Ανατολικογερμανούς φρουρούς εμπόδιζαν τις αποδράσεις απ' το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο, έγραψε ο Πέτερ Σνάιντερ, Γερμανός συγγραφέας και ποιητής (γενν. 1940). Το κείμενό του («Τα σκυλιά του Τείχους») δημοσίευσε, το 1992, σε απόδοση του Δημ. Κούρτοβικ, το λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο». Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και, με την άδεια του εκδότη του «Δέντρου» κ. Κώστα Μαυρουδή, το αναδημοσιεύω. Οχι όλο, δυστυχώς, λόγω περιορισμένου διαθέσιμου χώρου, αλλά εκτενή του αποσπάσματα που, ελπίζω, δεν μειώνουν πολύ την αξία του.
Παναγιώτης Διαμαντής
====================================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου