Τις τελευταίες μέρες η Γερμανία
δονείται από τους μετασεισμούς που προκάλεσε η έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕΚΤ) σύμφωνα με την οποία η μέση γερμανική οικογένεια είναι κατά πολύ
πτωχότερη της μέσης ισπανικής, ιταλικής, κυπριακής ακόμα και… ελληνικής
οικογένειας. Τα πρωτοσέλιδα στον γερμανικό τύπο βροντοφωνάζουν: «Οι πτωχοί
γερμανοί διασώζουν με εκατοντάδες δισεκατομμύρια τους πλούσιους
νοτιο-ευρωπαίους».
Τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ, αυτά
καθ’ εαυτά, δεν είναι λανθασμένα, αν και είναι σαφώς πεπαλαιωμένα καθώς αφορούν
το 2009 και το 2010, δηλαδή πριν την καθίζηση των τιμών ακινήτων στις χώρες του
Νότου που μείωσε δραστικά τον πλούτο των οικογενειών των ελλειμματικών χωρών.
Παρόλα αυτά, έχει ενδιαφέρον ότι, πράγματι, η αξία των καθαρών περιουσιακών
στοιχείων της
μεσαίας γερμανικής οικογένειας (που
έλαβε υπ’ όψη της η ΕΚΤ για τις χρονιές 2009/10) ανέρχεται στις €51 χιλιάδες
για την Γερμανία, στις €183 χιλιάδες για την Ισπανία, στις €267 χιλιάδες για
την Κύπρο και στις €102 χιλιάδες για την Ελλάδα.
Επαναλαμβάνω: Τα στοιχεία της ΕΚΤ δεν
είναι λάθος. Λάθος είναι η ερμηνεία των στοιχείων.
Η σωστή ερμηνεία τους είναι διττή:
(Α) Η πορεία προς την νομισματική ενοποίηση
δημιούργησε απεχθείς ανισότητες εντός της Γερμανίας, μειώνοντας συστηματικά το
βιωτικό επίπεδο των γερμανών εργαζόμενων και μικρομεσαίων την ώρα που η χώρα,
στο σύνολό της, πλούτιζε (σε πραγματικούς όρους) υπέρ, βεβαίως, των γερμανών
προνομιούχων.
(Β) Η νομισματική ένωση που επετεύχθη
μέσω της διαδικασίας της μιζεροποίησης της ζωής της πλειοψηφίας των γερμανών
σήμερα έχει κατακερματιστεί τόσο που (αντί για την σύγκλιση που ευαγγελίζονταν
όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2000) πλέον τελεί υπό καθεστώς διάσπασης. Ας
σκύψουμε πάνω από αυτά τα δύο φαινόμενα ξεχωριστά.
Η αβάστακτη ανισότητα της ισχυρότερης
ευρωπαϊκής οικονομίας
Μετά την γερμανική ενοποίηση, οι
πραγματικοί μισθοί στην Γερμανία υποχώρησαν ραγδαία καθώς η υπερβάλλουσα
προσφορά εργασίας (ο αριθμός των γερμανών άνεργων που έψαχναν για δουλειά)
αυξήθηκε κατακόρυφα επειδή στις τάξεις των ανέργων προστέθηκαν, σχεδόν εν μία
νυκτί, αρκετά εκατομμύρια ανατολικογερμανών των οποίων οι θέσεις εργασίας
εξανεμίστηκαν. Παράλληλα,
οι γερμανοί εργοδότες απέκτησαν
πρόσβαση σε πολλά εκατομμύρια εργαζόμενων διατεθειμένων να εργασθούν για
ψίχουλα στις υπόλοιπες ανατολικές χώρες των οποίων την βαριά βιομηχανία (π.χ.
την αυτοκινητοβιομηχανία της Τσεχίας και της Σλοβακίας) απορρόφησαν, και πάλι
εν
μία νυκτί, γερμανικές πολυεθνικές.
Λογικό ήταν οι πραγματικοί μισθοί στην τέως Δυτική Γερμανία να συρρικνωθούν.
Με το φάσμα της ανεργίας να μαστίζει
την χώρα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, τα ισχυρά γερμανικά συνδικάτα
αποφάσισαν να προχωρήσουν στον μεγάλο τους συμβιβασμό: Με αντάλλαγμα την
υπόσχεση προσλήψεων, αποδέχθηκαν νέα σημαντική μείωση τόσο στους μισθούς όσο
και, γενικότερα, στο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που καταλήγει στα χέρια
των εργαζόμενων συνολικά.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων
ήταν η μείωση της ανεργίας μεν, με αντίτιμο δε τον διπλασιασμό (στο περίπου 23%
του πληθυσμού) του ποσοστού εργαζόμενων που βρίσκονται κάτω του επίσημου ορίου
της φτώχειας. Αυτοί οι άνθρωποι πράγματι έχουν κάθε δίκιο, όταν ακούν για τα
δις που πάνε στις τράπεζες της χώρας τους, στις τράπεζες του Νότου, στα δημόσια
ταμεία μας, να
εξοργίζονται – με αποτέλεσμα να
γίνονται εύκολα θύματα του κίτρινου τύπου και των πιο μελανών εθνικιστικών
αντιλήψεων.
Ο κατακερματισμός της ευρωζώνης
Το σκεπτικό της νομισματικής ένωσης
ήταν ότι, «δένοντας» με ένα κοινό νόμισμα τις ανομοιογενείς μας οικονομίες,
σιγά-σιγά θα έρθει η σύγκλιση των κοινωνικών μας «μοντέλων». Ότι, λίγο-λίγο,
Βορράς και Νότος θα συνέκλιναν όχι μόνο ως προς τον πλούτο και τα εισοδήματα
αλλά και ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαίοι πολίτες αντιμετωπίζουν τις
προκλήσεις του μέλλοντος.
Κατ΄αρχάς, ας σημειώσουμε ότι,
αντίθετα με το ευρωπαϊκό Νότο, στην Γερμανία η οικοδομή, τα ακίνητα, δεν
αποτελούν το αποκούμπι των «νοικοκυραίων» – δεν επενδύουν σε αυτά για το μέλλον
τους και των παιδιών τους. Ακόμα και ευκατάστατες οικογένειες προτιμούν να
«μένουν στο νοίκι» και τα χρήματά τους να τα επενδύουν σε μετοχές, ομόλογα και
άλλους τίτλους. Πράγματι, σύμφωνα
με την ίδια έρευνα, ενώ το 8% των
ελληνικών εισοδημάτων από ιδιωτικές επενδύσεις προέρχονται από τέτοιους
χάρτινους τίτλους, στην Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 42%. Αυτό
εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αναντιστοιχία μεταξύ της έρευνας της ΕΚΤ και της
αίσθησης που όλοι έχουν ότι η μεσαία γερμανική οικογένεια όχι μόνο δεν είναι
πτωχότερη της αντίστοιχης ελληνικής (κατά δύο τρίτα, όπως αναφέρει η ΕΚΤ) αλλά
είναι μάλλον πολύ πλουσιότερη: Η εν λόγω έρευνα δεν λαμβάνει υπ’ όψη της το
γεγονός ότι ο μέσος γερμανός έχει να προσμένει σημαντικές μελλοντικές αποδόσεις
από αμοιβαία κεφάλαια, ασφάλειες ζωής, ομόλογα κλπ (τα οποία η ΕΚΤ δεν
προσμετρά στον πλούτο του) ενώ ο αντίστοιχος έλληνας έχει να προσμένει σε μια
σύνταξη πείνας, σε έξοδα υγείας πολλαπλάσια του καλά ασφαλισμένου γερμανού, σε
φορο-επιδρομές του κράτους εναντίον των ακινήτων κλπ. Το γεγονός ότι
προσμετράται η αξία του σπιτιού στο οποίο ζει (και από το οποίο δεν έχει κάποιο
εισόδημα), «φουσκώνει» τον υποτιθέμενο «πλούτο» του δημιουργώντας αυτή την
εικόνα «πλούσιων» ελλήνων και «πτωχών» γερμανών.
Πέραν όμως των ζητημάτων που
προκύπτουν όσον αφορά την στατιστική ερμηνεία των στοιχείων, λόγω της μεγάλης
διαφοράς κοινωνικών μοντέλων Βορρά-Νότου, η Κρίση του Ευρώ έχει οξύνει αυτή την
διαφορά με τρόπο απειλητικό για την ευρωζώνη. Για να το πω απλά: Αν το
τετραγωνικό μέτρο στην Στουτγκάρδη το 2009 ήταν φθηνότερο από το τετραγωνικό
μέτρο, αντίστοιχης
ποιότητας διαμερίσματος, στην
Θεσσαλονίκη, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Θεσσαλονικείς ήταν πλουσιότεροι από τους
κατοίκους της Στουτγκάρδης.
Σήμαινε, αντίθετα, ότι το ελληνικό
ευρώ αντιστοιχούσε σε λιγότερα τετραγωνικά από ότι το γερμανικό. Το γερμανικό
ευρώ, για να το πω αλλιώς, είχε μεγαλύτερη αξία στην Στουτγκάρδη παρά στην
Θεσσαλονίκη. Άρα, από το 2009 κιόλας, η νομισματική ένωση βρισκόταν υπό την
πίεση μιας επελαύνουσας αποδόμησης.
Σήμερα, τώρα που η Κύπρος άνοιξε το
κουτί της Πανδώρας των περιορισμών εξαγωγής συναλλάγματος εντός της
νομισματικής «ένωσης» και την προοπτική «ασύμμετρων κουρεμάτων καταθέσεων», η
αποδόμηση βρίσκεται σε πραγματικά πολύ προχωρημένο στάδιο. Και, δυστυχώς, όλες
οι κινήσεις που κάνουν οι ευρωπαίοι ηγέτες μας την επιταχύνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου