Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας εδράζεται σε δύο απλούς παράγοντες. Πρώτον,
αναφορικά με τα δημόσια έσοδα, αυτοί που κερδίζουν χρήματα δεν πληρώνουν φόρο
εισοδήματος. Δεύτερον, αναφορικά με τις δαπάνες, αυτοί που διαχειρίζονται
δημόσιους πόρους, τους χρησιμοποιούν και ως πηγή ατομικού πλουτισμού.
Αυτοί οι δύο παράγοντες στήριξαν επί δύο δεκαετίες τη διατήρηση ενός πολιτικού συστήματος που εδραζόταν ακριβώς σε αυτή τη διττή υπόσταση του δημοσιονομικού προβλήματος. Το πολιτικό αυτό σύστημα επένδυσε παράλληλα και εφάρμοσε το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, την πλήρη απελευθέρωση των εξωτερικών συναλλαγών, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις (τραπεζών, επικοινωνιών, υποδομών, μεταφορών), την πλήρη αυτονόμηση της ιδιωτικής οικονομίας και την κεντρική ανασυγκρότηση του κόσμου των επιχειρήσεων μέσω του χρηματιστηρίου. Το σκληρό νόμισμα (σκληρή δραχμή το 1996-2000 και το ευρώ στη συνέχεια), ήταν θεμελιακό στοιχείο του οικονομικού μετασχηματισμού λόγω της πλήρους εξάρτησης της νέας οικονομίας από τις ροές συναλλαγματικών πόρων (ναυτιλία, τουρισμός, ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη). Ο ξένος δανεισμός με τα χαμηλά επιτόκια συντήρησε τη δημόσια στήριξη της ιδιωτικής οικονομίας, τις «αγορές του αιώνα» και τους Ολυμπιακούς και φυσικά την ίδια την εντυπωσιακή οικονομική άνοδο (1996-2008).
Αυτές οι ίδιες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες συντήρησαν την ίδια περίοδο την ιδέα ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο κράτος, έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, ισχυρές συντεχνίες, υψηλούς μισθούς και δανείζεται προκειμένου να συντηρεί όλα τα παραπάνω. Η ενοχοποίηση των φτωχών και αδυνάμων ήταν μόνιμη, τη στιγμή που η σύγκριση ελληνικών και ευρωπαϊκών στατιστικών δεικτών έδειχνε ότι η μόνη απόκλιση της Ελλάδας και η αποκλειστική αιτία του μόνιμου ελλείμματος στον προϋπολογισμό (5% του ΑΕΠ ή περίπου 7 δισ.), ήταν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Αυτή η δομή που συσσώρευε πλούτο και τον κατένειμε άνισα επί χρόνια συντηρούσε ταυτόχρονα ένα πλήρως κατακερματισμένο σύστημα ―παροχών― που διευκόλυνε τη συναίνεση, ένα κατακερματισμένο σύστημα που μαζί με την πλήρη εγκατάλειψη των δημόσιων θεσμών μετέτρεψε σε καρικατούρα την έννοια του υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού.
Με την κρίση, τα παραπάνω ακυρώθηκαν, πρωτίστως επειδή ακυρώθηκε η δυνατότητα νέου δανεισμού και συντήρησης των ελλειμμάτων. Η επιλογή του μνημονίου υποτίθεται ότι θα θεράπευε τα προβλήματα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, της βίαιης προσαρμογής μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων χωρίς να χρειαστεί να θιγούν οι βασικές δομές που μας κληροδότησε το παρελθόν. Για το λόγο αυτό απέτυχε παταγωδώς, καθώς δεν έθιγε τα αίτια του δημοσιονομικού προβλήματος, οπότε κάθε μέτρο περικοπής μετατρεπόταν σε σχεδόν ισοδύναμη ύφεση, που ακύρωνε το μέτρο αυτό. Τα μνημόνια έγιναν δύο, τα μέτρα βάθυναν, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε με απίστευτους ρυθμούς, το χρέος εκτοξεύθηκε, και η ευρωπαϊκή ψευδαίσθηση περί απομόνωσης του ελληνικού ―ιού― μετατράπηκε σε κόλαση για την ίδια την Ε.Ε. Δύο διαδοχικές αποφάσεις (21 Ιουλίου, 27 Οκτωβρίου) έμειναν στα χαρτιά εν μέσω μιας κλιμακούμενης κρίσης που κτυπάει πλέον την πόρτα του Παρισιού και του Βερολίνου.
Κοινώς οι αποφάσεις της Ε.Ε. οδηγούσαν στη διαρκή κρίση του ευρώ, που ενώ απειλούσε με εξοβελισμό και επιστροφή στα εθνικά νομίσματα χώρες όπως η Ελλάδα και διαμόρφωνε γεωπολιτικές ζώνες με δύο νομίσματα, στην πραγματικότητα ανέβαλλε τη στιγμή που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την έλλειψη εργαλείων και πολιτικών σε μια νομισματική ένωση ημιτελούς και νεοφιλελεύθερης κοπής. Η γερμανική εμμονή στην απαρέγκλιτη δημοσιονομική πειθαρχία (hooverism) κάθε χώρας (τη στιγμή που η δημοσιονομική ενοποίηση έχει ακριβώς το αντίθετο νόημα, την αντιμετώπιση δηλαδή της ασύμμετρης συμπεριφοράς κάθε χώρας, ειδικά σε περιόδους κρίσης) φέρνει το ευρώ στα όρια της διάλυσης. Οπως και ο χουβερισμός το 1929 που οδήγησε σε βαθιά ύφεση, έτσι και σήμερα οι πρωτεργάτες του στην Ευρώπη μπορεί να αναθάρρησαν από τις ικανοποιητικές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας και των γειτονικών χωρών το 2010 και το 2011, αλλά ήδη βλέπουν την οικονομία τους στο τέλος του χρόνου να μπαίνει σε στασιμότητα και τις τράπεζές τους να έχουν συσσωρευμένη έκθεση σε δημόσια και ιδιωτικά χρέη, πλέον μη διαχειρίσιμα.
Η επιμονή είναι επιμονή, και οι στενοί ορίζοντες, στενοί ορίζοντες. Η ιδέα είναι απλή. Η εγκληματική ανεπάρκεια του πολιτικού κόσμου, του κόσμου της διαχείρισης της οικονομικής φούσκας, μπορεί να μετατραπεί σε συντεταγμένη ενοποίηση του πολιτικού κόσμου υπό την ανοικτή ηγεμονία τεχνοκρατικών κύκλων. Μία ιδέα ανιστόρητη, χωρίς προηγούμενο και με τυφλή προοπτική. Οι κοινωνίες σε περιόδους κρίσης χρειάζονται την επαναφορά της πολιτικής. Θέλουν το κράτος να επαναδιατάξει το οικονομικό σύστημα, να σχηματίσει βιώσιμες κοινωνικές συμμαχίες και να ανοίξει νέους πολιτικούς δρόμους. Αυτό έγινε με το Νιού Ντιλ στην Αμερική στη δεκαετία του '30, αυτό έγινε μεταπολεμικά στην Ευρώπη, αυτό χρειάζεται και σήμερα. Οσο συντομότερα τόσο καλύτερα.
Μέχρι τότε οι άγονες συζητήσεις περί ευρώ, δραχμής και επιλεκτικής, συντεταγμένης ή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας θα ανακυκλώνουν τα ίδια έωλα επιχειρήματα. Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει τώρα. Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει τώρα. Προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση
Αυτοί οι δύο παράγοντες στήριξαν επί δύο δεκαετίες τη διατήρηση ενός πολιτικού συστήματος που εδραζόταν ακριβώς σε αυτή τη διττή υπόσταση του δημοσιονομικού προβλήματος. Το πολιτικό αυτό σύστημα επένδυσε παράλληλα και εφάρμοσε το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, την πλήρη απελευθέρωση των εξωτερικών συναλλαγών, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις (τραπεζών, επικοινωνιών, υποδομών, μεταφορών), την πλήρη αυτονόμηση της ιδιωτικής οικονομίας και την κεντρική ανασυγκρότηση του κόσμου των επιχειρήσεων μέσω του χρηματιστηρίου. Το σκληρό νόμισμα (σκληρή δραχμή το 1996-2000 και το ευρώ στη συνέχεια), ήταν θεμελιακό στοιχείο του οικονομικού μετασχηματισμού λόγω της πλήρους εξάρτησης της νέας οικονομίας από τις ροές συναλλαγματικών πόρων (ναυτιλία, τουρισμός, ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη). Ο ξένος δανεισμός με τα χαμηλά επιτόκια συντήρησε τη δημόσια στήριξη της ιδιωτικής οικονομίας, τις «αγορές του αιώνα» και τους Ολυμπιακούς και φυσικά την ίδια την εντυπωσιακή οικονομική άνοδο (1996-2008).
Αυτές οι ίδιες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες συντήρησαν την ίδια περίοδο την ιδέα ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο κράτος, έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, ισχυρές συντεχνίες, υψηλούς μισθούς και δανείζεται προκειμένου να συντηρεί όλα τα παραπάνω. Η ενοχοποίηση των φτωχών και αδυνάμων ήταν μόνιμη, τη στιγμή που η σύγκριση ελληνικών και ευρωπαϊκών στατιστικών δεικτών έδειχνε ότι η μόνη απόκλιση της Ελλάδας και η αποκλειστική αιτία του μόνιμου ελλείμματος στον προϋπολογισμό (5% του ΑΕΠ ή περίπου 7 δισ.), ήταν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Αυτή η δομή που συσσώρευε πλούτο και τον κατένειμε άνισα επί χρόνια συντηρούσε ταυτόχρονα ένα πλήρως κατακερματισμένο σύστημα ―παροχών― που διευκόλυνε τη συναίνεση, ένα κατακερματισμένο σύστημα που μαζί με την πλήρη εγκατάλειψη των δημόσιων θεσμών μετέτρεψε σε καρικατούρα την έννοια του υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού.
Με την κρίση, τα παραπάνω ακυρώθηκαν, πρωτίστως επειδή ακυρώθηκε η δυνατότητα νέου δανεισμού και συντήρησης των ελλειμμάτων. Η επιλογή του μνημονίου υποτίθεται ότι θα θεράπευε τα προβλήματα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, της βίαιης προσαρμογής μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων χωρίς να χρειαστεί να θιγούν οι βασικές δομές που μας κληροδότησε το παρελθόν. Για το λόγο αυτό απέτυχε παταγωδώς, καθώς δεν έθιγε τα αίτια του δημοσιονομικού προβλήματος, οπότε κάθε μέτρο περικοπής μετατρεπόταν σε σχεδόν ισοδύναμη ύφεση, που ακύρωνε το μέτρο αυτό. Τα μνημόνια έγιναν δύο, τα μέτρα βάθυναν, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε με απίστευτους ρυθμούς, το χρέος εκτοξεύθηκε, και η ευρωπαϊκή ψευδαίσθηση περί απομόνωσης του ελληνικού ―ιού― μετατράπηκε σε κόλαση για την ίδια την Ε.Ε. Δύο διαδοχικές αποφάσεις (21 Ιουλίου, 27 Οκτωβρίου) έμειναν στα χαρτιά εν μέσω μιας κλιμακούμενης κρίσης που κτυπάει πλέον την πόρτα του Παρισιού και του Βερολίνου.
Κοινώς οι αποφάσεις της Ε.Ε. οδηγούσαν στη διαρκή κρίση του ευρώ, που ενώ απειλούσε με εξοβελισμό και επιστροφή στα εθνικά νομίσματα χώρες όπως η Ελλάδα και διαμόρφωνε γεωπολιτικές ζώνες με δύο νομίσματα, στην πραγματικότητα ανέβαλλε τη στιγμή που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την έλλειψη εργαλείων και πολιτικών σε μια νομισματική ένωση ημιτελούς και νεοφιλελεύθερης κοπής. Η γερμανική εμμονή στην απαρέγκλιτη δημοσιονομική πειθαρχία (hooverism) κάθε χώρας (τη στιγμή που η δημοσιονομική ενοποίηση έχει ακριβώς το αντίθετο νόημα, την αντιμετώπιση δηλαδή της ασύμμετρης συμπεριφοράς κάθε χώρας, ειδικά σε περιόδους κρίσης) φέρνει το ευρώ στα όρια της διάλυσης. Οπως και ο χουβερισμός το 1929 που οδήγησε σε βαθιά ύφεση, έτσι και σήμερα οι πρωτεργάτες του στην Ευρώπη μπορεί να αναθάρρησαν από τις ικανοποιητικές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας και των γειτονικών χωρών το 2010 και το 2011, αλλά ήδη βλέπουν την οικονομία τους στο τέλος του χρόνου να μπαίνει σε στασιμότητα και τις τράπεζές τους να έχουν συσσωρευμένη έκθεση σε δημόσια και ιδιωτικά χρέη, πλέον μη διαχειρίσιμα.
Η επιμονή είναι επιμονή, και οι στενοί ορίζοντες, στενοί ορίζοντες. Η ιδέα είναι απλή. Η εγκληματική ανεπάρκεια του πολιτικού κόσμου, του κόσμου της διαχείρισης της οικονομικής φούσκας, μπορεί να μετατραπεί σε συντεταγμένη ενοποίηση του πολιτικού κόσμου υπό την ανοικτή ηγεμονία τεχνοκρατικών κύκλων. Μία ιδέα ανιστόρητη, χωρίς προηγούμενο και με τυφλή προοπτική. Οι κοινωνίες σε περιόδους κρίσης χρειάζονται την επαναφορά της πολιτικής. Θέλουν το κράτος να επαναδιατάξει το οικονομικό σύστημα, να σχηματίσει βιώσιμες κοινωνικές συμμαχίες και να ανοίξει νέους πολιτικούς δρόμους. Αυτό έγινε με το Νιού Ντιλ στην Αμερική στη δεκαετία του '30, αυτό έγινε μεταπολεμικά στην Ευρώπη, αυτό χρειάζεται και σήμερα. Οσο συντομότερα τόσο καλύτερα.
Μέχρι τότε οι άγονες συζητήσεις περί ευρώ, δραχμής και επιλεκτικής, συντεταγμένης ή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας θα ανακυκλώνουν τα ίδια έωλα επιχειρήματα. Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει τώρα. Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει τώρα. Προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο
Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου