Ναόμι Κλάιν 16/8/2011
===========================================================
Συνεχίζω να ακούω παραλληλισμούς ανάμεσα στις ταραχές του Λονδίνου και άλλων Ευρωπαϊκών πόλεων - τις σπασμένες βιτρίνες στην Αθήνα ή τα καμένα αυτοκίνητα στο Παρίσι. Και υπάρχουν ομοιότητες, αυτό είναι σίγουρο: μια σπίθα που την ανάβει η αστυνομική βία, μια γενιά που νιώθει παραμελημένη.Ναι αλλά αυτά τα γεγονότα σημαδεύτηκαν από τις μαζικές καταστροφές ∙ οι λεηλασίες ήταν ήσσονος σημασίας. Υπήρξαν άλλωστε τα τελευταία χρόνια κι άλλες μαζικές λεηλασίες, και μάλλον πρέπει να μιλήσουμε και γι' αυτές. Υπήρξε η Βαγδάτη αμέσως μετά την εισβολή των ΗΠΑ - ένα παραλήρημα εμπρησμών και λεηλασίας που ερήμωσε βιβλιοθήκες και μουσεία. Τότε χτυπήθηκαν επίσης τα εργοστάσια. Το 2004 επισκέφθηκα ένα εργοστάσιο που κάποτε έφτιαχνε ψυγεία. Οι εργάτες του αφού είχαν αφαιρέσει καθετί που είχε αξία, μετά το έκαψαν ολοσχερώς, σε σημείο που η αποθήκη του εργοστασίου να μοιάζει με γλυπτό από λιωμένο μέταλλο.
Τότε όμως το γεγονός καλύφθηκε στην τρέχουσα ειδησεογραφία ως μια άκρως πολιτική πράξη. Είπαν ότι αυτά γίνονται όταν ένα καθεστώς δεν έχει καμιά νομιμοποίηση στα μάτια του κόσμου. Αφότου παρακολουθούσαν για τόσο καιρό το Σαντάμ και τους γιους του να κάνουν ό,τι θέλουν με όποιον θέλουν, πολλοί καθημερινοί Ιρακινοί ένιωσαν ότι είχαν το δικαίωμα να πάρουν και μερικά πράγματα για τους εαυτούς τους. Αλλά το Λονδίνο δεν είναι Βαγδάτη και ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δεν είναι Σαντάμ, οπότε σίγουρα δεν υπάρχει τίποτε να μάθουμε απ' αυτή την υπόθεση.
Τί λέτε να εξετάσουμε ένα παράδειγμα από μια δημοκρατία; Αργεντινή ας πούμε γύρω στο 2001. Η οικονομία σε ελεύθερη πτώση και χιλιάδες άνθρωποι να ζουν σε σκληρές γειτονιές που ήταν βιομηχανικές ζώνες με ευημερία πριν τη νεοφιλελεύθερη περίοδο και την εισβολή των πολυεθνικών σούπερ - καταστημάτων. Ο κόσμος βγήκε τότε έξω και γέμιζε καροτσάκια με αγαθά που δε μπορούσε πλέον το πορτοφόλι του να τα σηκώσει - ρούχα, ηλεκτρονικά είδη, κρέας. Η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας» για να αποκαταστήσει την τάξη ∙ αυτό δεν άρεσε στον κόσμο ο οποίος και ανέτρεψε την κυβέρνηση.
Οι μαζικές λεηλασίες της Αργεντινής ονομάστηκαν El Saqueo - η λεηλασία. Αυτό είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία γιατί με αυτόν ακριβώς τον όρο περιγράφονταν ως τότε οι ενέργειες των ελίτ που πούλησαν τα εθνικά περιουσιακά στοιχεία της χώρας με ολοφάνερα διεφθαρμένες συμφωνίες ιδιωτικοποίησης, κρύβοντας λεφτά σε οφ σορ (offshore) εταιρίες και μετά δίνοντας το λογαριασμό στον κόσμο με ακραία πακέτα λιτότητας. Οι Αργεντινοί κατάλαβαν ότι οι λεηλασίες των εμπορικών κέντρων δε θα είχαν συμβεί αν δεν είχε προηγηθεί η μεγαλύτερη λεηλασία της οικονομίας και ότι οι πραγματικοί γκάνγκστερ ήταν και οι υπεύθυνοι για την κατάσταση.
Αλλά η Αγγλία δεν είναι Λατινική Αμερική, και οι ταραχές της δεν είναι πολιτικές, ή έτσι συνεχίζουμε να ακούμε. Έχουν να κάνουν λέει με την ανομία και με τους νεαρούς που εκμεταλλεύονται μια κατάσταση για να αρπάξουν οτιδήποτε δεν είναι δικό τους. Και η βρετανική κοινωνία, μας λέει ο Κάμερον, απεχθάνεται αυτού του είδους τη συμπεριφορά.
Αυτά λέγονται λοιπόν με κάθε σοβαρότητα. Λες και η μαζική πρακτική της διάσωσης των τραπεζών δεν είχε λάβει ποτέ χώρα, ακολουθούμενη μάλιστα από προκλητικά νέα ανώτατα μπόνους. Κι έπειτα να ακολουθούν οι έκτακτες συναντήσεις των G-8 και G-20, όπου οι ηγέτες αποφάσισαν συλλογικά να μην κάνουν τίποτε για να τιμωρήσουν τους τραπεζίτες για αυτή την κατάσταση ή έστω να πάρουν κάποια σοβαρή πρωτοβουλία για να αποτρέψουν πιθανή επανάληψη αντίστοιχης κρίσης στο μέλλον. Αντίθετα, επέστρεψαν όλοι στα σπίτια τους κι ο καθένας στη χώρα του επέβαλλε θυσίες σ' αυτούς που ήταν πιο ευάλωτοι. Το έκαναν απολύοντας δημοσίους υπαλλήλους, χρησιμοποιώντας τους εκπαιδευτικούς σαν αποδιοπομπαίους τράγους, κλείνοντας βιβλιοθήκες, ανεβάζοντας τα δίδακτρα, προωθώντας γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, μειώνοντας τις συντάξεις κ.ο.κ - φτιάξτε το κοκτέιλ ανάλογα με τη χώρα στην οποία βρίσκεστε. Και ποιοί βγήκαν στην τηλεόραση κάνοντας μαθήματα για την ανάγκη να τελειώνουμε επιτέλους με αυτά τα «προνόμια»; Μα φυσικά, οι τραπεζίτες και οι μάνατζερ των κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων (hedge funds).
Αυτή είναι η παγκόσμια λεηλασία, η στιγμή της μεγάλης αρπαγής. Υποκινούμενη από μια παθολογική αίσθηση του δικαιώματος στη λεηλασία, όλα έγιναν με τα φώτα αναμμένα, λες και δεν υπήρχε τίποτε να κρύψουν. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι ενοχλητικοί φόβοι. Στις αρχές του Ιούλη, η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, αναφέρθηκε σε μια σχετική δημοσκόπηση, σύμφωνα με την οποία το 94% των εκατομμυριούχων φοβούνται τη «βία των δρόμων». Εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι ήταν ένας λογικός φόβος.
Βέβαια, οι ταραχές στο Λονδίνο δεν ήταν πολιτική διαμαρτυρία. Αλλά οι άνθρωποι που λήστευαν τη νύχτα είναι απολύτως βέβαιο ότι γνώριζαν πολύ καλά ότι οι ελίτ διέπρατταν τη δικιά τους ληστεία κατά τη διάρκεια της μέρας. Η λεηλασία είναι μεταδοτική.
Οι Συντηρητικοί έχουν δίκιο όταν λένε ότι οι ταραχές δε σχετίζονται με τις περικοπές. Σχετίζονται όμως και με το παραπάνω με αυτό που οι περικοπές εκπροσωπούν: τη λογική του αποκλεισμού. Αποκλεισμένος σε μια διευρυνόμενη κατώτερη τάξη με τους πολύ λίγους δρόμους διαφυγής που υπήρχαν μια προηγούμενη περίοδο - μια δουλειά και μια καλή προσιτή εκπαίδευση – να φράζονται κι αυτοί πολύ γρήγορα. Οι περικοπές δίνουν το μήνυμα. Λένε σε ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας: είσαι καταδικασμένος να βρίσκεσαι εκεί που είσαι τώρα, όλο και περισσότερο σαν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που διώχνουμε στα όλο και πιο οχυρωμένα σύνορα μας.
Η απάντηση του Ντέιβιντ Κάμερον στις ταραχές ήταν να καταστήσει κυριολεκτικό τον αποκλεισμό: εξώσεις από τις κοινωνικές κατοικίες, απειλές ότι θα κόψει τα μέσα της επικοινωνίας και εξωφρενικές ποινές φυλάκισης (5 μήνες σε μια γυναίκα για ένα κλεμένο σορτσάκι). Το μήνυμα που θέλουν να στείλουν και πάλι το ίδιο: εξαφανιστείτε, και κάντε το και ήσυχα.
Στη «σύνοδο κορυφής της λιτότητας» των G-20 πέρσι στο Τορόντο, οι διαδηλώσεις οδηγήθηκαν σε ταραχές και πολλά αυτοκίνητα της αστυνομίας πυρπολήθηκαν. Δεν ήταν τίποτε βέβαια σε σχέση με τα δεδομένα του Λονδίνου του 2011, αλλά παρόλα αυτά ήταν κάτι που σόκαρε εμάς τους Καναδούς. Η μεγάλη αντιπαράθεση που έγινε τότε ήταν για το γεγονός ότι η κυβέρνηση ξόδεψε 675 εκατομμύρια δολάρια στην «ασφάλεια» της συνόδου κορυφής (χωρίς βέβαια να τα κατάφεραν να σβήσουν τις φωτιές). Την ίδια στιγμή πολλοί από μας είχαμε επισημάνει ότι το νέο ακριβό οπλοστάσιο που είχε αποκτήσει η αστυνομία - αντλίες νερού, ηχητικά κανόνια, δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες - δεν ήταν μόνον για τους διαδηλωτές στους δρόμους. Μακροπρόθεσμα, η χρήση τους θα έγκειται στο να πειθαρχήσουν τους φτωχούς, που στη νέα εποχή της λιτότητας θα έχουν επικίνδυνα λίγα για να χάσουν.
Αυτό είναι που δεν κατάλαβε ο Ντέιβιντ Κάμερον: δε μπορείς να κόβεις από τον προϋπολογισμό τα κονδύλια για την αστυνομία την ίδια στιγμή που περικόπτεις τα πάντα. Γιατί όταν κλέβεις τα πολύ λίγα που έχουν απομείνει στους ανθρώπους, προκειμένου να προστατεύσεις αυτούς που έχουν πολύ περισσότερα απ' όσα αξίζουν, θα πρέπει να περιμένεις την αντίσταση - είτε της οργανωμένης διαμαρτυρίας είτε της αυθόρμητης λεηλασίας.
Και αυτό δεν είναι πολιτική. Είναι φυσική.
Ναόμι Κλάιν 16/8/2011
Ναόμι Κλάιν 16/8/2011
-----------------------------------------------------
----------------------------------------------------
Naomi Klein, «Το δόγμα του σοκ» – Η επιβολή του καπιταλισμού της καταστροφής…
Το όντως πολύκροτο έργο της καναδής δημοσιογράφου και ακτιβίστριας (επίτιμης διδάκτορος, επίσης, του King College της Νέας Σκωτίας) Naomi Klein. Το μέγεθός του, 718 σελίδες στα ελληνικά, εκδόσεις Λιβάνη, συναγωνίζεται τη φήμη του αλλά και την αγοραστική του επιτυχία: μαζί με την Αυτοκρατορία, των Negri και Hardt, είναι το πιο πολυσυζητημένο, μεταφρασμένο και διαβασμένο πολιτικό βιβλίο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Ένα από τα πολυτιμότερα εργαλεία για τον προσανατολισμό στην παρούσα παγκόσμια πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να υπάρχει πολίτης του σύγχρονου κόσμου που να μην το έχει διαβάσει, υποστηρίζω – πράγμα που καθόλου δεν υπονοεί, φυσικά, ότι δεν επιδέχεται κριτική. Αν συμφωνούμε όμως κατ’ αρχήν πως προαπαιτούμενο της πολιτικής ιδιότητας είναι η καλή γνώση της Ιστορίας, ιδίως της πρόσφατης, αυτή είναι η πρώτη, και ίσως η σπουδαιότερη, υπηρεσία που το βιβλίο προφέρει στον αναγνώστη του: εξονυχιστική πληροφόρηση, στηριγμένη σε επιτόπια δημοσιογραφική έρευνα όσο και σε μελέτη αρχείων και πηγών δύσκολα προσιτών στο ευρύ κοινό (που υποβάλλει κάποιον βαθμό συλλογικής εργασίας πίσω του), αναφορικά με το τι έχει συμβεί στον κόσμο μας τούτες τις τελευταίες, σκοτεινές και δυσεξιχνίαστες, τέσσερις δεκαετίες.
Ο νεοφιλελευθερισμός ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας…
Τι ακριβώς συνέβη στη Χιλή και στις χώρες του «Νοτίου Κώνου» της αμερικανικής ηπείρου, τι εξελισσόταν παράλληλα και σε αμοιβαία τροφοδότηση στην οικονομική σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου και στα εργαστήρια επιστημονικών βασανιστηρίων της CIA, τι έγινε στην Ινδονησία μετά την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ μαζική σφαγή των κομμουνιστών, τι διαδραματίστηκε στο κοινοβουλευτικό σκηνικό Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας εγκαινιάζοντας μιαν αλυσίδα πολιτικών εξελίξεων σε όλες τις αναπτυγμένες λεγόμενες χώρες (δηλαδή: που ελέγχουν μονοπωλιακά τον παγκόσμιο πλούτο, κρατώντας στα χέρια τους τη μοίρα των λαών), τι συνέβη στην Κίνα μετά τη «στροφή» του Τενγκ Σιαοπίνγκ και σε Ρωσία και Πολωνία μετά την«περεστρόικα», τι συνέβη στη Νότιο Αφρική μετά την πτώση του απαρτχάιντ, τι διακυβεύτηκε στη χρηματιστηριακή κρίση της Νοτίου Ασίας, τι έγινε στο Ιράκ, στο Πακιστάν και πάλι στο Ιράκ ύστερ’ από τη διάλυση της χώρας, στο Ισραήλ και στα κατεχόμενα εδάφη, τι συνέβη μετά το τσουνάμι στον Ινδικό, ιδίως στη Σρι Λάνκα και τις Μαλδίβες, καθώς και στη Νέα Ορλεάνη μετά το τρομακτικό πλήγμα του τυφώνα, τι συνέβη στο Μεξικό μετά την προσχώρησή του στη NAFTA, τι εξακολουθεί να συμβαίνει στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτείων, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δίνοντας τον βηματισμό σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες ενός ραγδαία ομογενοποιούμενου κόσμου…
Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το βιβλίο της Naomi Klein διαβάζεται ως βιβλίο πρόσφατης Ιστορίας – που ανταποκρίνεται μάλιστα στο πρώτιστο καθήκον του επαρκούς ιστορικού, να υποδείξει ένα οδηγητικό νήμα ικανό να δέσει τις πολλές επιμέρους αλληλουχίες συμβάντων σε μία ενοποιημένη αφήγηση… Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, μπορεί και οφείλει να διαβάζεται ως συντριπτική τεκμηρίωση του τεράστιου, ανεξαγόραστου εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, συγκρίσιμου μόνο με τη ναζιστική θηριωδία αλλά και πάλι πολύ πιο κολοσσιαίων διαστάσεων, που αντιπροσώπευσε η μεταπολεμική αμερικανική ηγεμονία: τον ανατριχιαστικό φάκελο μιας δίκης κατά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που οφείλει να διεξαχθεί εν πρώτοις στις συνειδήσεις όλων των κατοίκων του πλανήτη, για να εξουσιοδοτήσει εν συνεχεία τα μέσα δράσης και προπαντός την ανυποχώρητη βούληση ν’ αγωνιστούν για τη συντριβή του τέρατος αυτού που γέννησε ο καπιταλισμός στο απόγειο της κυριαρχίας του.
Ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης που αντιπροσωπεύει και την καταδηλωμένη οπτική της, είναι μια μεθοδική αποκάλυψη-καταγγελία του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού: του οικονομικού δόγματος του Μίλτον Φρίντμαν, το οποίο εκπονήθηκε στα ερευνητικά εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Σικάγου ήδη από τη δεκαετία του 1950, εφαρμόστηκε πιλοτικά με προσωπική εμπλοκή του ίδιου του Φρίντμαν στη Χιλή του Πινοτσέτ, για να υιοθετηθεί ως επίσημο κυβερνητικό δόγμα από τον Ατλαντικό άξονα επί Ρίγκαν και Θάτσερ και να επιβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από μια χούφτα ζηλωτών-μαθητών του. Αποτέλεσμα ήταν η παράδοση ολόκληρου του πλανήτη, κρατικών μορφωμάτων, λαών και γήινων οικοσυστημάτων στον απόλυτο έλεγχο λίγων εταιρειών-γιγάντων, σε στρατηγική σύμπραξη με τους διαχειριστές του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου (που, όλως τυχαίως, βρίσκεται συσσωρευμένο σε λίγα δυτικά κέντρα) και τα θεσμικά του όργανα καταναγκασμού -Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου- οδηγώντας σε μια αλυσίδα ανείπωτα καταστροφικών συνεπειών: οδύνη, επιδημίες, βασανισμούς, ακρωτηριασμούς κι εξοντώσεις σε αστρονομική κλίμακα, εκτοπισμό, λιμοκτονία, εκπόρνευση, πολιτισμική κατάρρευση και κοινωνική εξαθλίωση για δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, ραγδαία επεκτεινόμενη φτώχεια και ανισότητα, ανάλωση των περιβαλλοντικών πόρων και μη αναστρέψιμη βιοκλιματική καταστροφή…
Το πιο εφιαλτικό σε αυτή την ιστορία, στο οποίο δίνει ειδική έμφαση η συγγραφέας (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου), είναι ότι όλη αυτή η αποκαλυψιακή καταστροφή δεν ήταν το αθέλητο αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης θεωρητικής σύλληψης: ήταν εξαρχής μέσα στις προβλέψεις, και μάλιστα στον συνειδητό σχεδιασμό των αρχιτεκτόνων του νεοφιλελευθερισμού. Γνώριζαν καλά ότι μαζικές κρίσεις ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των μοντέλων τους, έβλεπαν εξαρχής τις κρίσεις ως «ευκαιρίες» και, ως εκ τούτου, τις μεθόδευσαν -και τις μεθοδεύουν- ψυχρά και συστηματικά.
Βεβαίως ο νεοφιλελευθερισμός, ένα οικονομικό δόγμα, είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τον κλασικό φιλελευθερισμό, μια πολιτική θεωρία περί αστικών δικαιωμάτων, ωστόσο διατηρούν ως κοινό έδαφος κάποιες σκληρά ιδεολογικές παραδοχές (που έχουν πληγεί ήδη από την εποχή του Μαρξ). Πρώτον, ότι οικονομική ελευθερία και πολιτική ελευθερία είναι συνεχόμενες κι επάλληλες (αλληλοενισχυτικές) έννοιες. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ελευθερία» έχει ριζικά διαφορετική σημασία στο οικονομικό και στο πολιτικό πλαίσιο αναφοράς: στο πολιτικό σημαίνει αυτοκαθορισμό και συλλογική λήψη των αποφάσεων, έννοια που αληθεύει εξ ορισμού για όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας· στο οικονομικό, απεναντίας, σημαίνει ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ανθρώπων και περιβαλλοντικών όρων προς ίδιον όφελος, αυξανόμενη κατ’ ευθείαν αναλογίαν προς την κατοχή κεφαλαίου, αληθεύει εξόχως ανίσως δηλαδή μεταξύ των μελών μιας συλλογικότητας (και χωρίς την εν λόγω ανισότητα θα έχανε το περιεχόμενό της). Εμπράκτως, η οικονομική «ελευθερία» είναι θανάσιμος εχθρός της πολιτικής ελευθερίας, και αυτό αποδεικνύεται θεαματικά από τις πολιτικές προϋποθέσεις (και συνέπειες) του νεοφιλελευθερισμού: δικτατορίες,
αποτελεσμάτων, αστυνομοκρατία και ολοκληρωτικός έλεγχος των συνειδήσεων είναι παντού το βασικό ρεπερτόριο μέσων για την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Δεύτερον, που είναι η άλλη όψη του πρώτου, το ιδεολόγημα ότι ο (νεο)φιλελευθερισμός επιζητεί «λιγότερο κράτος». Στην πραγματικότητα, επιζητεί περιστολή μόνο μίας, πολύ ειδικής λειτουργίας του κράτους: των μηχανισμών αναδιανομής. Ποιος αλήθεια εκδίδει το χρήμα κι εγγυάται την αξία του ώστε να παιχτεί το παιχνίδι της «φιλελεύθερης» αγοράς, ποιος διασφαλίζει τα συμβόλαια και τους τίτλους ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης, ποιος ρυθμίζει τις νομισματικές αντιστοιχίες (που είναι ωμές σχέσεις διακρατικής επιβολής σε αφηρημένη μορφή), ποιος προστατεύει κυρίως την ιδιωτική ιδιοκτησία και κρατάει σε καταστολή την εργασιακή δύναμη – αν όχι ένα ισχυρό κράτος; Εκείνο που οι αφελείς κριτικοί του νεοφιλελευθερισμού στις ημέρες μας (περιλαμβανομένου πολύ μεγάλου κομματιού της Αριστεράς) δεν στάθηκαν ικανοί να δουν, είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν σήμαινε αποδυνάμωση του ισχυρού παρεμβατικού κράτους τής προηγούμενης περιόδου (του λεγομένου «προνοίας») αλλά μια μεταβολή στρατηγικής εκ μέρους του. Τα στοιχεία της Naomi Klein δείχνουν αφοπλιστικά πόση και τι είδους κρατική βία χρειάστηκε ώστε να παραδοθεί ο παγκόσμιος έλεγχος στις γιγάντιες εταιρείες – το κράτος εκχώρησε σε αυτές, τελικά, εκείνο που είχε προηγουμένως υφαρπάξει από την ίδια την κοινωνία.
Η Naomi Klein δομεί την αφήγησή της σαν ένα μυθιστόρημα τρόμου με πρωταγωνιστή έναν εγκληματικό αντι-ήρωα: τον Μίλτον Φρίντμαν και τα Chicago boys του. Το ερώτημα είναι: πώς το θλιβερό ανθρωπάριο που άκουγε στ’ όνομα Μίλτον Φρίντμαν στάθηκε ικανό να επιβάλει τα διεστραμμένα οράματά του πρώτα στις ισχυρότερες κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου κι εν συνεχεία, μέσα από κλιμακούμενες μεθοδεύσεις, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Είτε θα πρέπει να ήταν προικισμένο με υπεράνθρωπες (εωσφορικές) δυνάμεις ή θα πρέπει να υπήρχε κάποιος δομικός λόγος γι’ αυτό – πράγμα που σημαίνει, και αν η συγκεκριμένη φιγούρα δεν υπήρχε, ένας «Φρίντμαν» θα είχε δημιουργηθεί…
Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 21 Μαΐου 2011
===========================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου