πηγή:
Αυγουστίνος Ζενάκος
Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
ΤΟ ΝΕΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ: ΕΘΝΙΚΟΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΟΛΟΓΙΑ
Η αρχή του 2017 συμπίπτει με
την επέτειο των δύο χρόνων από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την
εξουσία. Σε μια άνευ προηγουμένου αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος,
ένα αριστερό κόμμα του 4%, σε συνεργασία με το νεότευκτο οπορτουνιστικό δεξιό
μόρφωμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, κατόρθωσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον
ΣΥΡΙΖΑ, η κρίση ήταν σίγουρα ευκαιρία: εκμεταλλευόμενος την κοινωνική γείωση
κάποιων συνιστωσών του και με όπλο τον επιδέξιο επικοινωνιακό χειρισμό
της λαϊκής αγανάκτησης, ανέβασε την Αριστερά σε ένα ύψος όπου λίγοι ως τότε
πίστευαν πως θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί. Το σύνθημά του ήταν: Η ελπίδα έρχεται.
Δύο χρόνια αργότερα όχι μόνο δεν ήρθε η ελπίδα, αλλά αν κάτι σήμερα πια ορίζει την αντίληψη των πολιτών για το μέλλον αυτό είναι ο φόβος. Όχι μόνο ο φόβος με την έννοια της ανησυχίας για το πόσο ακόμη, λόγου χάρη, θα χειροτερέψουν οι οικονομικές συνθήκες. Αλλά ο φόβος με την έννοια της καθήλωσης, της σπασμωδικής, φοβικής αντίδρασης που πλέον διαπερνά το καθετί, βουβαίνοντας κάθε ελπιδοφόρο γνώρισμα που είχε αναφανεί τα τελευταία χρόνια σαν αντίσταση στην κρίση: την κινητοποίηση, την πολιτικοποίηση, τη συμμετοχή, την αλληλεγγύη. Κοντά σε αυτά, η διεθνής συνθήκη –από την Άγκυρα ως τη Μόσχα, από την Ουάσινγκτον ως το Πεκίνο, από το Τελ Αβίβ ως την Μπραζίλια– μοιάζει ολοένα πιο ζοφερή, τα όνειρα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα τελείως τσακισμένα.
Δεν μπορεί πια κανείς να κρυφτεί από την παραδοχή ότι σ’ αυτή την κομβική ιστορική συγκυρία η Αριστερά απέτυχε να δείξει το δρόμο. Οι εξελίξεις στη μικρή Ελλάδα έπαιξαν πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ’ αυτόν που κατά κανόνα τους αναλογεί: η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε έμπνευση διεθνούς εμβέλειας. Η εν συνεχεία προσχώρησή του στις «πολιτικές της συναίνεσης» συνιστά μια ήττα, το δίχως άλλο, αλλά όχι μόνο για τον ίδιο: συμπαρέσυρε κάθε έννοια εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της Αριστεράς να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών. Η επόμενη μέρα ανήκει στη Δεξιά. Όχι μόνο των δεξιών παρατάξεων, αλλά των δεξιών αντιλήψεων για τον κόσμο, των δεξιών λύσεων, των δεξιών διεξόδων, των δεξιών αφηγήσεων. Και αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, ο Αλέξης Τσίπρας, μοιάζουν να το καταλαβαίνουν – η επικοινωνιακή επιδεξιότητα, άλλωστε, όχι απλώς δεν τους έχει εγκαταλείψει, αλλά εκλεπτύνεται: η ικανότητά τους να επινοούν και να επιβάλλουν πολιτικά αφηγήματα που απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών τούς καθόρισε από την έναρξη της ανόδου τους και είναι μάλλον πια η μοναδική που τους απομένει.
Η «πρώτη φορά Αριστερά» ήρθε στην εξουσία με τα πανιά της φουσκωμένα από το αφήγημα που είχε ως αντιπολίτευση, αυτό της ρήξης και των «σκισμένων μνημονίων», το οποίο πολύ γρήγορα μετατράπηκε σ’ αυτό της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης». Η «υπερήφανη διαπραγμάτευση», μετά τη δοξαστική πλην στιγμιαία κορύφωσή της με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, κατέληξε στον «έντιμο συμβιβασμό», δηλαδή στην υπογραφή και την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν που εκπονήθηκε το δεύτερο αφήγημα, αυτό της «εκβιαζόμενης» κυβέρνησης και του καταβεβλημένου ψυχικά πρωθυπουργού, που υπό από τις απειλές της Άνγκελα Μέρκελ και την εξάντληση των πολύωρων διαπραγματεύσεων εξαναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους δανειστές, αφού πρώτα έβγαλε έρπη από τη στεναχώρια και την αφόρητη πίεση που του ασκήθηκε.
Αποθέτοντας το ριζοσπαστισμό του στα πόδια του θρόνου των δανειστών της χώρας και έχοντας μεταστραφεί από αντιμνημονιακό κόμμα σε διαχειριστή του μνημονίου και τοπικό κυβερνήτη μιας νεοαποικίας, η «δεύτερη φορά Αριστερά» φιλοτέχνησε το τρίτο κατά σειρά αφήγημά της, αυτό της «δίκαιης ανάπτυξης». Το νέο story συντέθηκε από υποσχέσεις για πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, αλλά και την πρωθυπουργική δέσμευση ότι θα εξασφαλιστεί η πολυπόθητη διαγραφή χρέους που θα οδηγήσει την οικονομία στην ανάπτυξη. Το δίπτυχο αυτό γκρεμίστηκε πολύ γρήγορα. Από τη μία, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, κορωνίδα του δήθεν αγώνα για το σπάσιμο του αμαρτωλού τριγώνου «πολιτικοί–τράπεζες–επιχειρηματίες», κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, ενώ έφερε στην επιφάνεια την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει το δικό του βολικό καθεστώς διαπλοκής. Από την άλλη, η περίφημη μείωση χρέους σκόνταψε στην καθολική άρνηση του Βερολίνου, με την ελληνική κυβέρνηση να συμβιβάζεται με μια μικρή «ελάφρυνση» (της τάξης του 20%) μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της επιμήκυνσης της αποπληρωμής των δανείων. Μια «ελάφρυνση» που δόθηκε αφού πρώτα η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για πλεονάσματα 3,5% από το 2018 και για μια δεκαετία, επιβάλλοντας ουσιαστικά μόνιμη λιτότητα στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, η κυβέρνηση Τσίπρα κινδυνεύει να γίνει η πρώτη κυβέρνηση μετά το 2010 που θα έχει υπογράψει δύο μνημόνια, αφού η όποια «ελάφρυνση» χρέους περνάει αναγκαστικά από την υπογραφή νέας δανειακής συμφωνίας –προκειμένου να συμμετάσχει και το ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα– και άρα της εφαρμογής πρόσθετων σκληρών μέτρων, όπως εξάλλου προαναγγέλλουν και τα ετήσια πλεονάσματα του 3,5%. Με τη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης να συναντά το όριό της στο ζήτημα των εργασιακών και ιδίως των ομαδικών απολύσεων (πάγιο αίτημα όχι μόνο των δανειστών αλλά και των εγχώριων τραπεζιτών που βλέπουν τα προγράμματα «εθελουσίας εξόδου» να μην αποδίδουν), η Άνγκελα Μέρκελ, στη συνάντησή της με τον Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο, αποκλείει οποιαδήποτε πολιτική λύση, δίνοντας τελεσίγραφο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Απέναντι σ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση επιμένει στη «μονομερή» χορήγηση της εφάπαξ παροχής στους συνταξιούχους και επαναφέρει στο λεξιλόγιό της αναφορές περί εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας απέναντι στους εκβιασμούς των δανειστών. «Δεν υποχωρούμε στις απαιτήσεις των “θεσμών”. Έχουμε το δικαίωμα να διαθέσουμε το πλεόνασμα με όποιον τρόπο επιθυμούμε. Δεν αποδεχόμαστε νέο μνημόνιο και νέα μέτρα», μας ανέφερε κυβερνητική πηγή. Οι απειλές του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για Grexit μετά τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα και οι παρεμβάσεις της Κομισιόν που έκαναν λόγο για αθέτηση των συμφωνηθέντων ενίσχυσαν τη νέα, υπό διαμόρφωση κυβερνητική γραμμή. Σε πλήρη ευθυγράμμιση, κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Πάνος Σκουρλέτης, ο Νίκος Παππάς και άλλοι, με αλλεπάλληλες δηλώσεις τους επιτέθηκαν στον γερμανό υπουργό Οικονομικών, ενώ απευθυνόμενοι στις Βρυξέλλες υποστήριξαν ότι «η συμφωνία τηρήθηκε κατά γράμμα». (Βεβαίως, επειδή πέραν των φραστικών διακηρύξεων και του ιδεολογικού κλίματος υπάρχουν και αναπόδραστα πολιτικά όρια, ο Ε. Τσακαλώτος έσπευσε να στείλει την υπαγορευμένη επιστολή με την οποία δεσμεύτηκε ότι μόνο για φέτος δόθηκε η παροχή στους συμβασιούχους.) Την ίδια στιγμή, η κυβερνητική επικοινωνιακή στρατηγική κάνει λόγο για «συμμαχία» μεταξύ Β. Σόιμπλε και ΔΝΤ στην επιβολή νέων σκληρών μέτρων και ο πρωθυπουργός ζητά εμμέσως, με κάθε ευκαιρία, το Ταμείο να συμμετέχει χωρίς σκληρά μέτρα και ρίχνοντας το βάρος του υπέρ της πραγματικής απομείωσης του χρέους, ενώ ταυτόχρονα ερωτοτροπεί με τη ρητορική τού να «φύγει» το ΔΝΤ. Φυσικά, αν επιστρέψει το ΔΝΤ ως χρηματοδότης στο πρόγραμμα, όπως το απαιτούν ΗΠΑ και Γερμανία, πατώντας και πάνω στην ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης να καλύψει την αποπληρωμή δόσεων δανείων μέχρι το 2019, τότε θα υπογραφεί νέο συμπληρωματικό μνημόνιο. Και είναι αυτό το ενδεχόμενο που επιχειρεί να αποτρέψει με κάθε τρόπο ο Αλέξης Τσίπρας στην παρούσα φάση, αφού γνωρίζει ότι ισοδυναμεί με την πολιτική αυτοκτονία του.
Κανένα απ’ αυτά τα δύο στοιχεία δεν είναι πρωτόγνωρα στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται, άλλωστε, για τα δύο στοιχεία που απομόνωναν και υπερτόνιζαν επί μακρόν οι αντίπαλοί του –κυρίως από το Ακραίο Κέντρο–, κατασκευάζοντας τη θεωρητικά προβληματική αλλά επικοινωνιακά πρόσφορη κατηγορία του «εθνολαϊκισμού». Πράγματι, την απεύθυνση, λόγου χάρη, σ’ έναν επιδερμικό αντιγερμανισμό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την ανακάλυψε τώρα. Ούτε βέβαια την εξέφραζε αποκλειστικά η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ώστε να την πάρει μαζί της φεύγοντας και δημιουργώντας το προσωπικό της κόμμα – τουναντίον, ο εύκολος πλην συνεγερτικός αντιγερμανισμός διαπερνούσε το λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα από πολύ νωρίς. Η δε επίκληση μιας ανάγκης τάχα «εθνικής ενότητας» ήταν ήδη κομβικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε στις ευρωεκλογές του 2014. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την «προστασία των αδύναμων στρωμάτων»· μπορεί τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση το στοιχείο αυτό να εξοκέλλει σε μια φτηνή και προβλέψιμη παροχολογία, τα προηγούμενα χρόνια όμως ήταν απολύτως παρατηρήσιμη η ρητορική που υποβάθμιζε μια ταξική αντίληψη για τις κοινωνικές συγκρούσεις προς χάριν ενός λόγου ανθρωπιστικού και μιας αδρής αντίθεσης ισχυρών και αδυνάμων.
Μολαταύτα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και μετά την άνοδό του στην εξουσία, πλαισιωνόταν κι από άλλου είδους λόγους: αφενός κάποιες από τις συνιστώσες του, με έντονες καταβολές στα κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης και της αλληλεγγύης στους μετανάστες, και αφετέρου η μετωπική συμπόρευση με σχεδόν σύμπασα την Αριστερά –α, βεβαιότατα «πλην ΚΚΕ»–, εξασφάλιζαν ότι το ριζοσπαστικό αριστερό πρόσημο, αν μη τι άλλο, δεν υποχωρούσε πέραν ενός σημείου. Η κατηγορία περί «εθνολαϊκισμού» ήταν, τα προηγούμενα χρόνια, όχι μια προσπάθεια ανάλυσης του τι όντως όριζε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένα ιδεολογικό πολεμικό εργαλείο που έβαλλε όχι κατά των εθνικών ή λαϊκιστικών του χαρακτηριστικών, αλλά ακριβώς κατά των ριζοσπαστικών αριστερών.
Δύο χρόνια αργότερα, η αναζήτηση νέας πολιτικής ταυτότητας ικανής να συσπειρώσει τον λαϊκό παράγοντα περνάει για το επιτελείο του Μαξίμου μέσα από τη συγκρότηση ενός εθνικού-πατριωτικού μετώπου. Όχι φυσικά ενός «νέου ΕΑΜ» όπως, μέσα στη μεγαλοστομία τους, διατείνονταν το 2014 τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ενός μετώπου που συνθηματολογικά θα στηρίζεται στις κορόνες της «εθνικής ανεξαρτησίας», αλλά θα έχει ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, θα αποδέχεται ως θέσφατο το μνημονιακό πλαίσιο, αλλά για τις ανάγκες της συγκρότησης και επιβίωσής του θα αναζητά συγκυριακούς εχθρούς εντός των δανειστών και των «θεσμών», στους οποίους θα αποδίδει το βάθεμα της ύφεσης και της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας. Ακροβατώντας σε αυτό το σχοινί, ο Α. Τσίπρας θα συνεχίσει τις «μονομερείς ενέργειες», όπως τις αποκαλούν οι δανειστές, μοιράζοντας μικρές παροχές στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα της κοινωνίας, την ίδια στιγμή φυσικά που θα συνεχίζονται οι περικοπές συντάξεων, μισθών και οι φοροκαταιγίδες. Οι αναγγελίες προσλήψεων στο χώρο της υγείας (προσωρινής απασχόλησης) και της παιδείας (αν τις επιτρέψουν), η δέσμευση της κυβέρνησης ότι δεν θα υπάρξουν απολύσεις στον δημόσιο τομέα, όλα αυτά έρχονται για να ενισχύουν ακριβώς τη στρατηγική των φιλολαϊκών παροχών, οι οποίες αποτελούν την αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία συμμαχιών.
Ταυτόχρονα δημιουργούν φαινομενικά και το αντίπαλο δέος απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ευαγγελίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίες, παρότι στον πυρήνα τους εφαρμόζονται και από την κυβέρνηση Τσίπρα μέσω του μνημονίου, έχουν μικρές διαφοροποιήσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά το κράτος, και μοιάζουν ικανές να δημιουργήσουν διαχωριστικές γραμμές και να συντηρήσουν το διπολικό σύστημα. Άλλωστε, σε αυτό διευκολύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ συνολικά και από τη ρητορική του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος τον καταγγέλλει για… υπεραριστερή πολιτική, γεγονός που επιτρέπει εξ αντανακλάσεως στον ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει «αντινεοφιλελεύθερος» την ώρα που ξεπουλάει τα πάντα και γενικεύει την ελαστική εργασία. Η απόφαση, μάλιστα, του Κυριάκου Μητσοτάκη να ψηφίσουν «παρών» οι βουλευτές της ΝΔ στην τροπολογία για τη «13η σύνταξη», ενδυνάμωσε ακριβώς αυτή την προπαγανδιστική τακτική του Μαξίμου, το οποίο μέσω non paper σημείωνε ότι το πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο αρχηγός της αποτελούν τους βασικούς εκφραστές των πολιτικών των πιστωτών. «Δεν θα παραδώσουμε τη χώρα στους πρόθυμους», είναι μία από τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος, εμφανίζοντας τη ΝΔ ως πολιτικό υποχείριο των δανειστών, η οποία δεν πρόκειται να προσφέρει καμία παροχή που δεν τυγχάνει της απολύτου έγκρισης των «θεσμών». Παρότι ισχνή, η παροχολογία Τσίπρα εντούτοις δημιουργεί ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στη ΝΔ, αφού τμήμα της αυτοαποκαλούμενης «λαϊκής δεξιάς» αντιδρά στη στάση Μητσοτάκη, θεωρώντας ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ από τα φτωχά και μεσαία στρώματα πιθανώς να γυρίσουν «την πλάτη στην παράταξη την κρίσιμη ώρα των εκλογών».
Εδώ, άλλωστε, συναντούμε και ένα πιο δομικό πρόβλημα του πολιτικού συστήματος σήμερα: με όλες τις πραγματικές πολιτικές αποφάσεις να είναι προειλημμένες στα μνημόνια, τα κόμματα εγκλωβίζονται σε ένα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης απολύτως προσχηματικό, από το οποίο διαφεύγουν μόνο ορισμένες παραλλαγές στη ρητορική και μικρές διαφοροποιήσεις στις υποσχέσεις. Την ίδια στιγμή, όσο ξεκαθαρίζει η εικόνα ότι, μετά την αποτυχία της Αριστεράς να δείξει το δρόμο, το ζητούμενο είναι μια δεξιά αφήγηση, η σκληρή νεοφιλελεύθερη και «ευρωπαϊστική» ταυτότητα του Κ. Μητσοτάκη αφήνει ελεύθερο το πεδίο στον Α. Τσίπρα να ορίσει ένα χώρο που ανήκει προνομιακά στη ΝΔ: ο εθνοπατριωτισμός και η παροχολογία, αμφότερα κρίσιμα στοιχεία της δεξιάς πολιτικής ταυτότητας, είναι πλέον ελεύθερα προς εκμετάλλευση.
Το γεγονός αυτό φωτίζεται άλλωστε και από το διεμβολισμό τμήματος των ψηφοφόρων της ΝΔ, τον οποίο έχει αναλάβει ο Πάνος Καμμένος. Ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων, σε μια προσπάθεια να κεντρίσει το «εθνικό αίσθημα» αυτής της μερίδας των πολιτών, ξεκίνησε νέες περιοδείες στα νησιά του Αιγαίου –αυτή τη φορά χωρίς στολή παραλλαγής– αλλά με σκληρή γλώσσα για τους δανειστές και τον τούρκο «εχθρό». Οι αναφορές Καμμένου για τον «δικτάτορα Ερντογάν» που θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα για την Ελλάδα στο Αιγαίο, σε συνδυασμό με τις αναφορές για το ετοιμοπόλεμο των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελούν ένα δεξιό “no passaran”, το οποίο θεωρείται δεδομένο ότι δεν αφήνει αδιάφορο μέρος του «γαλάζιου» ακροατηρίου, προπαντός τους ένστολους αλλά και πλείστα όσα στελέχη της πατριωτικής Δεξιάς.
Η οικοδόμηση του «εθνικοπατριωτικού λαϊκού μετώπου», που οραματίζεται ο Α. Τσίπρας, αξιοποιεί όλα τα υλικά που υπάρχουν, είτε για να διευρυνθεί το εύρος του είτε για να πλήξει τον πολιτικό αντίπαλο. Τίποτα δεν αποκλείεται: εκτός αν θεωρεί κανείς τυχαίο ότι τον Π. Καμμένο στην επίσκεψή του στη Ρω και το Καστελόριζο τον συνόδευσαν και εκπρόσωποι της νεοναζιστικής συμμορίας. Μπορεί η Χρυσή Αυγή να μη χωρά στους σχεδιασμούς Τσίπρα (μη λαμβάνοντας υπόψη τον πρώην υπουργό του, Νίκο Παρασκευόπουλο, που υποστηρίζει ότι αν «η Χρυσή Αυγή κάνει βήματα για εκδημοκρατισμό», πρέπει να στηριχθεί από το πολιτικό σύστημα, προτιμώντας τη «σύγκλιση» από τη «διαρκή ρήξ η»), ωστόσο η παρουσία της εξυπηρετεί διπλά την κυβέρνηση: από τη μία πλευρά, η νεοναζιστική συμμορία συνεχίζει να αποτελεί πληγή διαρκούς αιμορραγίας για τη ΝΔ αλλά και για το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη διαποτίζει την ελληνική κοινωνία με μισαλλόδοξο «εθνικισμό», ένα υπόβαθρο που ευνοεί το πρωθυπουργικό κάλεσμα για τη συγκρότηση ενός εθνικοπατριωτικού μετώπου απέναντι στους δανειστές. Ειδικά αν σε αυτό το μέτωπο σπεύσει να ενταχθεί και το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά –που ψήφισε και στήριξε και τις παροχές Τσίπρα–, παίρνοντας οριστικό διαζύγιο από τον Ευάγ γελο Βενιζέλο και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του Ποταμιού, που προσβλέπουν σε νέα συμμαχία με τη ΝΔ. Η συμμαχία αυτή μπορεί να είναι πολλαπλά χρήσιμη και τώρα και στο μέλλον γιατί επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να λέει ότι εκπροσωπεί έναν ευρύτερο πολιτικό πόλο.
Η εκπόνηση του νέου αφηγήματος για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ γίνεται σε μια περίοδο κατά την οποία ο έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει να προσβλέπει σε στήριξη από την Ευρώπη, αφού η πτώση του Ολάντ στη Γαλλία και το φιάσκο του Ρέντσι στο ιταλικό δημοψήφισμα έχουν κλείσει οριστικά κάθε συζήτηση για «συμμαχίες του Νότου» απέναντι στον ευρωπαϊκό Βορρά. Σε μια Ευρώπη που τη «σκιάζει η φοβέρα» του Βερολίνου, το μόνο που γιγαντώνεται είναι η διαρκής αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας – γιγαντώνεται ωστόσο από πολυσυλλεκτικά μέτωπα που πατούν σε δεξιές, πλέον, αφηγήσεις και συνομιλούν με την Ακροδεξιά.
Σε αυτό το νέο τοπίο θα πορευτεί πια ο ΣΥΡΙΖΑ: με κορόνες κατά των δανειστών, απειλές για προσφυγή στις κάλπες, ακόμη και για τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος – αν και στο Μαξίμου γνωρίζουν καλά ότι αυτή τη φορά θα δυσκολευτούν να βρουν ερώτημα. Η αλήθεια είναι ότι με την κυβέρνηση να μη θέλει άμεσα εκλογές, τους δανειστές να διαμηνύουν ότι δεν θα δεχτούν τέτοιου είδους απειλές, και τους πολίτες να επιδεικνύουν μάλλον αυξανόμενη αδιαφορία για τις κάλπες, το νέο αφήγημα της προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας απέναντι στις αφόρητες πιέσεις των δανειστών, αν στο μεταξύ δεν υπάρξει νέα συνθηκολόγηση, ίσως αποτελέσει τουλάχιστον μια καλή προετοιμασία για «ηρωική έξοδο» από την πρωθυπουργία. Μια έξοδος που, αν σερβιριστεί κατάλληλα ως αποτέλεσμα έξωθεν παρεμβάσεων στα εσωτερικά της χώρας, μπορεί να εξασφαλίσει στον νεαρό πρωθυπουργό ένα εκλογικό ποσοστό τόσο ισχυρό, που είτε θα του επιτρέψει να κάτσει «αξιοπρεπώς» στην αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου, είτε θα του δώσει το δικαίωμα να είναι και πάλι ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων.
Με το βρόντο του τσακίσματος της Αριστεράς των αγώνων να ακούγεται ακόμη κάπου στο βάθος, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να έχει το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, στο τοπίο όπως διαμορφώνεται, επιλέγοντας όχι βέβαια να το ανατρέψει, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτό και τις δυναμικές του, με μια στρατηγική που αποκρυσταλλώνεται στο πάσα μη ήττα, νίκη.
Δύο χρόνια αργότερα όχι μόνο δεν ήρθε η ελπίδα, αλλά αν κάτι σήμερα πια ορίζει την αντίληψη των πολιτών για το μέλλον αυτό είναι ο φόβος. Όχι μόνο ο φόβος με την έννοια της ανησυχίας για το πόσο ακόμη, λόγου χάρη, θα χειροτερέψουν οι οικονομικές συνθήκες. Αλλά ο φόβος με την έννοια της καθήλωσης, της σπασμωδικής, φοβικής αντίδρασης που πλέον διαπερνά το καθετί, βουβαίνοντας κάθε ελπιδοφόρο γνώρισμα που είχε αναφανεί τα τελευταία χρόνια σαν αντίσταση στην κρίση: την κινητοποίηση, την πολιτικοποίηση, τη συμμετοχή, την αλληλεγγύη. Κοντά σε αυτά, η διεθνής συνθήκη –από την Άγκυρα ως τη Μόσχα, από την Ουάσινγκτον ως το Πεκίνο, από το Τελ Αβίβ ως την Μπραζίλια– μοιάζει ολοένα πιο ζοφερή, τα όνειρα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα τελείως τσακισμένα.
Δεν μπορεί πια κανείς να κρυφτεί από την παραδοχή ότι σ’ αυτή την κομβική ιστορική συγκυρία η Αριστερά απέτυχε να δείξει το δρόμο. Οι εξελίξεις στη μικρή Ελλάδα έπαιξαν πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ’ αυτόν που κατά κανόνα τους αναλογεί: η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε έμπνευση διεθνούς εμβέλειας. Η εν συνεχεία προσχώρησή του στις «πολιτικές της συναίνεσης» συνιστά μια ήττα, το δίχως άλλο, αλλά όχι μόνο για τον ίδιο: συμπαρέσυρε κάθε έννοια εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της Αριστεράς να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών. Η επόμενη μέρα ανήκει στη Δεξιά. Όχι μόνο των δεξιών παρατάξεων, αλλά των δεξιών αντιλήψεων για τον κόσμο, των δεξιών λύσεων, των δεξιών διεξόδων, των δεξιών αφηγήσεων. Και αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, ο Αλέξης Τσίπρας, μοιάζουν να το καταλαβαίνουν – η επικοινωνιακή επιδεξιότητα, άλλωστε, όχι απλώς δεν τους έχει εγκαταλείψει, αλλά εκλεπτύνεται: η ικανότητά τους να επινοούν και να επιβάλλουν πολιτικά αφηγήματα που απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών τούς καθόρισε από την έναρξη της ανόδου τους και είναι μάλλον πια η μοναδική που τους απομένει.
Η «πρώτη φορά Αριστερά» ήρθε στην εξουσία με τα πανιά της φουσκωμένα από το αφήγημα που είχε ως αντιπολίτευση, αυτό της ρήξης και των «σκισμένων μνημονίων», το οποίο πολύ γρήγορα μετατράπηκε σ’ αυτό της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης». Η «υπερήφανη διαπραγμάτευση», μετά τη δοξαστική πλην στιγμιαία κορύφωσή της με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, κατέληξε στον «έντιμο συμβιβασμό», δηλαδή στην υπογραφή και την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν που εκπονήθηκε το δεύτερο αφήγημα, αυτό της «εκβιαζόμενης» κυβέρνησης και του καταβεβλημένου ψυχικά πρωθυπουργού, που υπό από τις απειλές της Άνγκελα Μέρκελ και την εξάντληση των πολύωρων διαπραγματεύσεων εξαναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους δανειστές, αφού πρώτα έβγαλε έρπη από τη στεναχώρια και την αφόρητη πίεση που του ασκήθηκε.
Αποθέτοντας το ριζοσπαστισμό του στα πόδια του θρόνου των δανειστών της χώρας και έχοντας μεταστραφεί από αντιμνημονιακό κόμμα σε διαχειριστή του μνημονίου και τοπικό κυβερνήτη μιας νεοαποικίας, η «δεύτερη φορά Αριστερά» φιλοτέχνησε το τρίτο κατά σειρά αφήγημά της, αυτό της «δίκαιης ανάπτυξης». Το νέο story συντέθηκε από υποσχέσεις για πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, αλλά και την πρωθυπουργική δέσμευση ότι θα εξασφαλιστεί η πολυπόθητη διαγραφή χρέους που θα οδηγήσει την οικονομία στην ανάπτυξη. Το δίπτυχο αυτό γκρεμίστηκε πολύ γρήγορα. Από τη μία, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, κορωνίδα του δήθεν αγώνα για το σπάσιμο του αμαρτωλού τριγώνου «πολιτικοί–τράπεζες–επιχειρηματίες», κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, ενώ έφερε στην επιφάνεια την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει το δικό του βολικό καθεστώς διαπλοκής. Από την άλλη, η περίφημη μείωση χρέους σκόνταψε στην καθολική άρνηση του Βερολίνου, με την ελληνική κυβέρνηση να συμβιβάζεται με μια μικρή «ελάφρυνση» (της τάξης του 20%) μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της επιμήκυνσης της αποπληρωμής των δανείων. Μια «ελάφρυνση» που δόθηκε αφού πρώτα η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για πλεονάσματα 3,5% από το 2018 και για μια δεκαετία, επιβάλλοντας ουσιαστικά μόνιμη λιτότητα στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, η κυβέρνηση Τσίπρα κινδυνεύει να γίνει η πρώτη κυβέρνηση μετά το 2010 που θα έχει υπογράψει δύο μνημόνια, αφού η όποια «ελάφρυνση» χρέους περνάει αναγκαστικά από την υπογραφή νέας δανειακής συμφωνίας –προκειμένου να συμμετάσχει και το ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα– και άρα της εφαρμογής πρόσθετων σκληρών μέτρων, όπως εξάλλου προαναγγέλλουν και τα ετήσια πλεονάσματα του 3,5%. Με τη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης να συναντά το όριό της στο ζήτημα των εργασιακών και ιδίως των ομαδικών απολύσεων (πάγιο αίτημα όχι μόνο των δανειστών αλλά και των εγχώριων τραπεζιτών που βλέπουν τα προγράμματα «εθελουσίας εξόδου» να μην αποδίδουν), η Άνγκελα Μέρκελ, στη συνάντησή της με τον Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο, αποκλείει οποιαδήποτε πολιτική λύση, δίνοντας τελεσίγραφο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Απέναντι σ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση επιμένει στη «μονομερή» χορήγηση της εφάπαξ παροχής στους συνταξιούχους και επαναφέρει στο λεξιλόγιό της αναφορές περί εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας απέναντι στους εκβιασμούς των δανειστών. «Δεν υποχωρούμε στις απαιτήσεις των “θεσμών”. Έχουμε το δικαίωμα να διαθέσουμε το πλεόνασμα με όποιον τρόπο επιθυμούμε. Δεν αποδεχόμαστε νέο μνημόνιο και νέα μέτρα», μας ανέφερε κυβερνητική πηγή. Οι απειλές του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για Grexit μετά τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα και οι παρεμβάσεις της Κομισιόν που έκαναν λόγο για αθέτηση των συμφωνηθέντων ενίσχυσαν τη νέα, υπό διαμόρφωση κυβερνητική γραμμή. Σε πλήρη ευθυγράμμιση, κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Πάνος Σκουρλέτης, ο Νίκος Παππάς και άλλοι, με αλλεπάλληλες δηλώσεις τους επιτέθηκαν στον γερμανό υπουργό Οικονομικών, ενώ απευθυνόμενοι στις Βρυξέλλες υποστήριξαν ότι «η συμφωνία τηρήθηκε κατά γράμμα». (Βεβαίως, επειδή πέραν των φραστικών διακηρύξεων και του ιδεολογικού κλίματος υπάρχουν και αναπόδραστα πολιτικά όρια, ο Ε. Τσακαλώτος έσπευσε να στείλει την υπαγορευμένη επιστολή με την οποία δεσμεύτηκε ότι μόνο για φέτος δόθηκε η παροχή στους συμβασιούχους.) Την ίδια στιγμή, η κυβερνητική επικοινωνιακή στρατηγική κάνει λόγο για «συμμαχία» μεταξύ Β. Σόιμπλε και ΔΝΤ στην επιβολή νέων σκληρών μέτρων και ο πρωθυπουργός ζητά εμμέσως, με κάθε ευκαιρία, το Ταμείο να συμμετέχει χωρίς σκληρά μέτρα και ρίχνοντας το βάρος του υπέρ της πραγματικής απομείωσης του χρέους, ενώ ταυτόχρονα ερωτοτροπεί με τη ρητορική τού να «φύγει» το ΔΝΤ. Φυσικά, αν επιστρέψει το ΔΝΤ ως χρηματοδότης στο πρόγραμμα, όπως το απαιτούν ΗΠΑ και Γερμανία, πατώντας και πάνω στην ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης να καλύψει την αποπληρωμή δόσεων δανείων μέχρι το 2019, τότε θα υπογραφεί νέο συμπληρωματικό μνημόνιο. Και είναι αυτό το ενδεχόμενο που επιχειρεί να αποτρέψει με κάθε τρόπο ο Αλέξης Τσίπρας στην παρούσα φάση, αφού γνωρίζει ότι ισοδυναμεί με την πολιτική αυτοκτονία του.
Το νέο εθνικοπατριωτικό αφήγημα
Το νέο αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ, που στήνεται μεθοδικά, έχει έντονα
εθνικοπατριωτικά χαρακτηριστικά με στόχο να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά
της ελληνικής κοινωνίας εναντίον των δανειστών. Οι εξαγγελίες Τσίπρα, οι οποίες
τελικά νομοθετήθηκαν, για τη χορήγηση επιδόματος στους συνταξιούχους μέσα στις
γιορτές, από το πλεόνασμα του 2016, και «πάγωμα» του ΦΠΑ στα νησιά,
αποτέλεσαν την πρώτη κίνηση. Η προσπάθεια εδώ είναι η «εθνική περηφάνια» και η
«προστασία των αδύναμων στρωμάτων» να συντεθούν σε κάτι που να εκφράζει μια νέα
κοινωνικοπολιτική συμμαχία.Κανένα απ’ αυτά τα δύο στοιχεία δεν είναι πρωτόγνωρα στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται, άλλωστε, για τα δύο στοιχεία που απομόνωναν και υπερτόνιζαν επί μακρόν οι αντίπαλοί του –κυρίως από το Ακραίο Κέντρο–, κατασκευάζοντας τη θεωρητικά προβληματική αλλά επικοινωνιακά πρόσφορη κατηγορία του «εθνολαϊκισμού». Πράγματι, την απεύθυνση, λόγου χάρη, σ’ έναν επιδερμικό αντιγερμανισμό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την ανακάλυψε τώρα. Ούτε βέβαια την εξέφραζε αποκλειστικά η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ώστε να την πάρει μαζί της φεύγοντας και δημιουργώντας το προσωπικό της κόμμα – τουναντίον, ο εύκολος πλην συνεγερτικός αντιγερμανισμός διαπερνούσε το λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα από πολύ νωρίς. Η δε επίκληση μιας ανάγκης τάχα «εθνικής ενότητας» ήταν ήδη κομβικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε στις ευρωεκλογές του 2014. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την «προστασία των αδύναμων στρωμάτων»· μπορεί τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση το στοιχείο αυτό να εξοκέλλει σε μια φτηνή και προβλέψιμη παροχολογία, τα προηγούμενα χρόνια όμως ήταν απολύτως παρατηρήσιμη η ρητορική που υποβάθμιζε μια ταξική αντίληψη για τις κοινωνικές συγκρούσεις προς χάριν ενός λόγου ανθρωπιστικού και μιας αδρής αντίθεσης ισχυρών και αδυνάμων.
Μολαταύτα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και μετά την άνοδό του στην εξουσία, πλαισιωνόταν κι από άλλου είδους λόγους: αφενός κάποιες από τις συνιστώσες του, με έντονες καταβολές στα κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης και της αλληλεγγύης στους μετανάστες, και αφετέρου η μετωπική συμπόρευση με σχεδόν σύμπασα την Αριστερά –α, βεβαιότατα «πλην ΚΚΕ»–, εξασφάλιζαν ότι το ριζοσπαστικό αριστερό πρόσημο, αν μη τι άλλο, δεν υποχωρούσε πέραν ενός σημείου. Η κατηγορία περί «εθνολαϊκισμού» ήταν, τα προηγούμενα χρόνια, όχι μια προσπάθεια ανάλυσης του τι όντως όριζε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένα ιδεολογικό πολεμικό εργαλείο που έβαλλε όχι κατά των εθνικών ή λαϊκιστικών του χαρακτηριστικών, αλλά ακριβώς κατά των ριζοσπαστικών αριστερών.
Δύο χρόνια αργότερα, η αναζήτηση νέας πολιτικής ταυτότητας ικανής να συσπειρώσει τον λαϊκό παράγοντα περνάει για το επιτελείο του Μαξίμου μέσα από τη συγκρότηση ενός εθνικού-πατριωτικού μετώπου. Όχι φυσικά ενός «νέου ΕΑΜ» όπως, μέσα στη μεγαλοστομία τους, διατείνονταν το 2014 τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ενός μετώπου που συνθηματολογικά θα στηρίζεται στις κορόνες της «εθνικής ανεξαρτησίας», αλλά θα έχει ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, θα αποδέχεται ως θέσφατο το μνημονιακό πλαίσιο, αλλά για τις ανάγκες της συγκρότησης και επιβίωσής του θα αναζητά συγκυριακούς εχθρούς εντός των δανειστών και των «θεσμών», στους οποίους θα αποδίδει το βάθεμα της ύφεσης και της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας. Ακροβατώντας σε αυτό το σχοινί, ο Α. Τσίπρας θα συνεχίσει τις «μονομερείς ενέργειες», όπως τις αποκαλούν οι δανειστές, μοιράζοντας μικρές παροχές στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα της κοινωνίας, την ίδια στιγμή φυσικά που θα συνεχίζονται οι περικοπές συντάξεων, μισθών και οι φοροκαταιγίδες. Οι αναγγελίες προσλήψεων στο χώρο της υγείας (προσωρινής απασχόλησης) και της παιδείας (αν τις επιτρέψουν), η δέσμευση της κυβέρνησης ότι δεν θα υπάρξουν απολύσεις στον δημόσιο τομέα, όλα αυτά έρχονται για να ενισχύουν ακριβώς τη στρατηγική των φιλολαϊκών παροχών, οι οποίες αποτελούν την αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία συμμαχιών.
Ταυτόχρονα δημιουργούν φαινομενικά και το αντίπαλο δέος απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ευαγγελίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίες, παρότι στον πυρήνα τους εφαρμόζονται και από την κυβέρνηση Τσίπρα μέσω του μνημονίου, έχουν μικρές διαφοροποιήσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά το κράτος, και μοιάζουν ικανές να δημιουργήσουν διαχωριστικές γραμμές και να συντηρήσουν το διπολικό σύστημα. Άλλωστε, σε αυτό διευκολύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ συνολικά και από τη ρητορική του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος τον καταγγέλλει για… υπεραριστερή πολιτική, γεγονός που επιτρέπει εξ αντανακλάσεως στον ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει «αντινεοφιλελεύθερος» την ώρα που ξεπουλάει τα πάντα και γενικεύει την ελαστική εργασία. Η απόφαση, μάλιστα, του Κυριάκου Μητσοτάκη να ψηφίσουν «παρών» οι βουλευτές της ΝΔ στην τροπολογία για τη «13η σύνταξη», ενδυνάμωσε ακριβώς αυτή την προπαγανδιστική τακτική του Μαξίμου, το οποίο μέσω non paper σημείωνε ότι το πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο αρχηγός της αποτελούν τους βασικούς εκφραστές των πολιτικών των πιστωτών. «Δεν θα παραδώσουμε τη χώρα στους πρόθυμους», είναι μία από τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος, εμφανίζοντας τη ΝΔ ως πολιτικό υποχείριο των δανειστών, η οποία δεν πρόκειται να προσφέρει καμία παροχή που δεν τυγχάνει της απολύτου έγκρισης των «θεσμών». Παρότι ισχνή, η παροχολογία Τσίπρα εντούτοις δημιουργεί ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στη ΝΔ, αφού τμήμα της αυτοαποκαλούμενης «λαϊκής δεξιάς» αντιδρά στη στάση Μητσοτάκη, θεωρώντας ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ από τα φτωχά και μεσαία στρώματα πιθανώς να γυρίσουν «την πλάτη στην παράταξη την κρίσιμη ώρα των εκλογών».
Εδώ, άλλωστε, συναντούμε και ένα πιο δομικό πρόβλημα του πολιτικού συστήματος σήμερα: με όλες τις πραγματικές πολιτικές αποφάσεις να είναι προειλημμένες στα μνημόνια, τα κόμματα εγκλωβίζονται σε ένα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης απολύτως προσχηματικό, από το οποίο διαφεύγουν μόνο ορισμένες παραλλαγές στη ρητορική και μικρές διαφοροποιήσεις στις υποσχέσεις. Την ίδια στιγμή, όσο ξεκαθαρίζει η εικόνα ότι, μετά την αποτυχία της Αριστεράς να δείξει το δρόμο, το ζητούμενο είναι μια δεξιά αφήγηση, η σκληρή νεοφιλελεύθερη και «ευρωπαϊστική» ταυτότητα του Κ. Μητσοτάκη αφήνει ελεύθερο το πεδίο στον Α. Τσίπρα να ορίσει ένα χώρο που ανήκει προνομιακά στη ΝΔ: ο εθνοπατριωτισμός και η παροχολογία, αμφότερα κρίσιμα στοιχεία της δεξιάς πολιτικής ταυτότητας, είναι πλέον ελεύθερα προς εκμετάλλευση.
Το γεγονός αυτό φωτίζεται άλλωστε και από το διεμβολισμό τμήματος των ψηφοφόρων της ΝΔ, τον οποίο έχει αναλάβει ο Πάνος Καμμένος. Ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων, σε μια προσπάθεια να κεντρίσει το «εθνικό αίσθημα» αυτής της μερίδας των πολιτών, ξεκίνησε νέες περιοδείες στα νησιά του Αιγαίου –αυτή τη φορά χωρίς στολή παραλλαγής– αλλά με σκληρή γλώσσα για τους δανειστές και τον τούρκο «εχθρό». Οι αναφορές Καμμένου για τον «δικτάτορα Ερντογάν» που θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα για την Ελλάδα στο Αιγαίο, σε συνδυασμό με τις αναφορές για το ετοιμοπόλεμο των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελούν ένα δεξιό “no passaran”, το οποίο θεωρείται δεδομένο ότι δεν αφήνει αδιάφορο μέρος του «γαλάζιου» ακροατηρίου, προπαντός τους ένστολους αλλά και πλείστα όσα στελέχη της πατριωτικής Δεξιάς.
Η οικοδόμηση του «εθνικοπατριωτικού λαϊκού μετώπου», που οραματίζεται ο Α. Τσίπρας, αξιοποιεί όλα τα υλικά που υπάρχουν, είτε για να διευρυνθεί το εύρος του είτε για να πλήξει τον πολιτικό αντίπαλο. Τίποτα δεν αποκλείεται: εκτός αν θεωρεί κανείς τυχαίο ότι τον Π. Καμμένο στην επίσκεψή του στη Ρω και το Καστελόριζο τον συνόδευσαν και εκπρόσωποι της νεοναζιστικής συμμορίας. Μπορεί η Χρυσή Αυγή να μη χωρά στους σχεδιασμούς Τσίπρα (μη λαμβάνοντας υπόψη τον πρώην υπουργό του, Νίκο Παρασκευόπουλο, που υποστηρίζει ότι αν «η Χρυσή Αυγή κάνει βήματα για εκδημοκρατισμό», πρέπει να στηριχθεί από το πολιτικό σύστημα, προτιμώντας τη «σύγκλιση» από τη «διαρκή ρήξ η»), ωστόσο η παρουσία της εξυπηρετεί διπλά την κυβέρνηση: από τη μία πλευρά, η νεοναζιστική συμμορία συνεχίζει να αποτελεί πληγή διαρκούς αιμορραγίας για τη ΝΔ αλλά και για το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη διαποτίζει την ελληνική κοινωνία με μισαλλόδοξο «εθνικισμό», ένα υπόβαθρο που ευνοεί το πρωθυπουργικό κάλεσμα για τη συγκρότηση ενός εθνικοπατριωτικού μετώπου απέναντι στους δανειστές. Ειδικά αν σε αυτό το μέτωπο σπεύσει να ενταχθεί και το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά –που ψήφισε και στήριξε και τις παροχές Τσίπρα–, παίρνοντας οριστικό διαζύγιο από τον Ευάγ γελο Βενιζέλο και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του Ποταμιού, που προσβλέπουν σε νέα συμμαχία με τη ΝΔ. Η συμμαχία αυτή μπορεί να είναι πολλαπλά χρήσιμη και τώρα και στο μέλλον γιατί επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να λέει ότι εκπροσωπεί έναν ευρύτερο πολιτικό πόλο.
Η εκπόνηση του νέου αφηγήματος για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ γίνεται σε μια περίοδο κατά την οποία ο έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει να προσβλέπει σε στήριξη από την Ευρώπη, αφού η πτώση του Ολάντ στη Γαλλία και το φιάσκο του Ρέντσι στο ιταλικό δημοψήφισμα έχουν κλείσει οριστικά κάθε συζήτηση για «συμμαχίες του Νότου» απέναντι στον ευρωπαϊκό Βορρά. Σε μια Ευρώπη που τη «σκιάζει η φοβέρα» του Βερολίνου, το μόνο που γιγαντώνεται είναι η διαρκής αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας – γιγαντώνεται ωστόσο από πολυσυλλεκτικά μέτωπα που πατούν σε δεξιές, πλέον, αφηγήσεις και συνομιλούν με την Ακροδεξιά.
Σε αυτό το νέο τοπίο θα πορευτεί πια ο ΣΥΡΙΖΑ: με κορόνες κατά των δανειστών, απειλές για προσφυγή στις κάλπες, ακόμη και για τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος – αν και στο Μαξίμου γνωρίζουν καλά ότι αυτή τη φορά θα δυσκολευτούν να βρουν ερώτημα. Η αλήθεια είναι ότι με την κυβέρνηση να μη θέλει άμεσα εκλογές, τους δανειστές να διαμηνύουν ότι δεν θα δεχτούν τέτοιου είδους απειλές, και τους πολίτες να επιδεικνύουν μάλλον αυξανόμενη αδιαφορία για τις κάλπες, το νέο αφήγημα της προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας απέναντι στις αφόρητες πιέσεις των δανειστών, αν στο μεταξύ δεν υπάρξει νέα συνθηκολόγηση, ίσως αποτελέσει τουλάχιστον μια καλή προετοιμασία για «ηρωική έξοδο» από την πρωθυπουργία. Μια έξοδος που, αν σερβιριστεί κατάλληλα ως αποτέλεσμα έξωθεν παρεμβάσεων στα εσωτερικά της χώρας, μπορεί να εξασφαλίσει στον νεαρό πρωθυπουργό ένα εκλογικό ποσοστό τόσο ισχυρό, που είτε θα του επιτρέψει να κάτσει «αξιοπρεπώς» στην αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου, είτε θα του δώσει το δικαίωμα να είναι και πάλι ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων.
Με το βρόντο του τσακίσματος της Αριστεράς των αγώνων να ακούγεται ακόμη κάπου στο βάθος, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να έχει το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, στο τοπίο όπως διαμορφώνεται, επιλέγοντας όχι βέβαια να το ανατρέψει, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτό και τις δυναμικές του, με μια στρατηγική που αποκρυσταλλώνεται στο πάσα μη ήττα, νίκη.
===================================================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου