πηγή:
Μαριάνα Τζιαντζή
Ψυγεία μισοάδεια, κουτιά και πακέτα
τοποθετημένα πλαγιαστά και αραιωμένα ώστε να καταλαμβάνουν όλο το μήκος του
ραφιού, όπως συχνά συμβαίνει στις διαδηλώσεις (αραία αραία, να φαινόμαστε καμιά
πεντακοσαρέα).
Πολλά είδη εξαφανισμένα, ενώ άλλα
αντιπροσωπεύονται από μία μόνο μάρκα.
Καμία σύγκριση με τις μέρες όπου
δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Και οι υπάλληλοι να ετοιμάζονται να διανύσουν
το Πράσινο Μίλι, περιμένοντας μήπως τους χορηγηθεί χάρη την τελευταία στιγμή
πριν την εκτέλεση.
Η ένταση είναι αισθητή, παρά την
ερημιά και τη σιωπή.
Ζούμε τις τελευταίες ημέρες της
καταναλωτικής Πομπηίας;
Η λάβα του Βεζούβιου, το 1,3 δισ.
ευρώ του χρέους της επιχείρησης, κατρακυλά στους ώμους των αθώων, των δικαίων
και όχι των αδίκων, ενώ εμείς, συλλέκτες εμπειριών, ατενίζουμε του μαγαζιού την
έρημη ράχη.
Συμπυκνωμένο δράμα εντός κι εκτός
σκηνής, καθώς τα θύματα δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι του ομίλου αλλά και
πολλοί άλλοι.
Μια φορά κι έναν καιρό τα Πριζουνίκ
Μαρινόπουλος, όπως τα έλεγαν, ήταν τοπόσημα, σημάδια για να προσανατολιζόμαστε,
όπως τα καμπαναριά, τα γεφύρια, τα βενζινάδικα.
Ήταν απτή απόδειξη ότι αφήναμε πίσω
το τεφτέρι και το μπακάλικο της γειτονιάς, ότι η πορεία προς την πρόοδο ήταν
αναπόδραστη.
Η εργασία σε ένα τέτοιο κατάστημα,
πριν καθιερωθεί το τετράωρο, ήταν σχεδόν μόνιμη και τα κορίτσια του ταμείου
μεγάλωναν και γερνούσαν πλάι στις ταμειακές μηχανές τους. Η περιπέτεια του
ομίλου μάς υπενθυμίζει ότι ζούμε στην εποχή της άρσης των βεβαιοτήτων.
Τα δελτία των οκτώ του Mega
διακόπηκαν, ο Μαρινόπουλος κλυδωνίζεται, το ΕΚΑΣ καταργήθηκε και, όπως λέγανε
κάποτε, «Ο Χριστός πέθανε, ο Μαρξ πέθανε κι εγώ τελευταία δεν αισθάνομαι τόσο
καλά».
«Και ο σημαντικότερος βιολιστής του
καιρού μας δεν δικαιώνεται αν συνεχίζει να παίζει το βιολί του στην όχθη του
ποταμού όταν κάποιος πνίγεται φωνάζοντας για βοήθεια...», γράφει ο Τζον
Μπέργκερ στο νεανικό του μυθιστόρημα «Ενας ζωγράφος του καιρού μας».
Να ’τανε μόνο ένας... Πάνω από 11.000
εργαζόμενοι δεν ξέρουν αν θα πατήσουν το πόδι τους στη στεριά.
Το κακό είναι ότι δεν ξέρουμε τι να
κάνουμε: να πέσουμε στο ποτάμι, να τους πετάξουμε ένα σχοινί ή ένα
σωσίβιο, να τιμωρήσουμε εκείνους που τους έριξαν στο νερό; Και πώς;
Επιπλέον, δεν είμαστε σίγουροι αν
εμείς πατάμε σε στέρεο έδαφος ή ήδη μας έχει παρασύρει το ρέμα.
To επίθετο επισφαλής έχει βαθμούς
(επισφαλέστερος, επισφαλέστατος) και δεν προσδιορίζει μόνο τους εργαζόμενους,
αλλά και τους άνεργους, τους συνταξιούχους, τους μικροεισοδηματίες, τους
πτυχιούχους με τα πολλά προσόντα, ακόμα και τους μέχρι χθες ζηλευτούς
ιδιοκτήτες ακινήτων. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί αυτοί που βρίσκονται ή φοβούνται
ότι θα βρεθούν στο Πράσινο Μίλι.
Το μικρό μαγαζάκι της γωνίας
τελειώνει, φορά το λουκέτο του με έναν λυγμό, όμως τα εκατοντάδες ανά την
Ελλάδα μαγαζιά τής κάποτε κραταιάς αλυσίδας κινδυνεύουν να τελειώσουν με έναν
πάταγο, κατά πώς λέει ο ποιητής.
===================================================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου